Η αρπακτικότητα της αλεπούς Vulpes vulpes και του πετροκούναβου Martes foina στην άγρια πανίδα

ΤΟ ΚΟΥΝΑΒΙ

Ενώ έχει το μαλακώτερον δέρμα, τόσον, ώστε να τυλίγη τους λαιμούς των γυναικών, και ενώ ζη ως επί το πλείστον με μέλι, έχει μολαταύ­τα την σκληροτέραν ψυχήν. Εάν πιασθή εις δόκανον, θα γυρίση και θα κόψη με το στόμα του το πόδι του, πράγμα το οποίον ούτε η αλεπού, ούτε ο λύκος έχουν την ωμότητα να επιχειρήσουν. Δύσκολον λοιπόν πράγμα να ευρεθή εις δόκανον κουνάβι, διότι αφ’ ενός μεν αν πιασθή θα κόψη το πόδι του, αφ’ ετέρου δε δεν είναι και έξυπνον όσον η αλεπού, ώστε να μετέρχεται τα τεχνάσματά της, τα οποία πολλάκις την χαντακώνουν.

Αυτή, λόγου χάριν, ως λίαν πονηρή, γνωρίζει την μέθοδον του δοκάνου και άμα εισέρχεται εις αμπέλια ή πλησιάζη ορνιθώνας ενώνει τα πόδια της, ώστε να τα κάνη ένα, προς τον σκοπόν να μη απλώνεται εις ευρύν χώρον και πατήση επάνω εις κανένα δόκανον. Αλλ’ όπως περπατεί ή μάλλον όπως πηδά και με τα τέσσαρα μαζί, συμβαίνει να πέση επάνω εις δόκανον και τότε πιάνεται και με τα τέσσαρα. Εντεύθεν η παροιμία «η πονηρή αλεπού πιάνεται και από τα τέσσαρα». Το κουνάβι, μη επαγγελλόμενον ευφυίαν, περιπατεί και με τα τέσσαρα πόδια του ανοιχτά, πιά­νεται επομένως από το ένα, γυρίζει τότε και τρώγει το συλληφθέν πόδι του και αφήνει υγείαν εις το δό­κανον και εις κανέν υπόλειμμα του ποδιού του.

Οι κουναβοκυνηγοί λοιπόν παρητήθησαν προ πολλού της διά του δοκάνου μεθόδου και το κυνηγούν ως εξής. Εάν είναι χειμών ακολουθούν τα ίχνη του επάνω στα χιόνια και τοιουτοτρόπως ευρίσκουν τη φωλιά του, η οποία θα είναι ή εις την κουφάλαν κα­νενός δένδρου ή εις καμμίαν σπηλιάν. Οι κυνηγοί γνωρίζοντες ότι πάντοτε η φωλιά των κουναβιών θα έχη δύο εξόδους, τοποθετούν εις το στόμιον της μιας εξόδου σάκκον ανοικτόν προς τα χείλη του στομίου και κατόπιν πηγαίνουν από την άλλην οπήν και το καπνίζουν με αναμμένα πανιά διά να το προγκήσουν. Εκείνο πηδά να φύγη και πέφτει μέσα εις το σακκί. Επειδή δε, όπως είπα, δεν είναι πολύ έξυπνον, παρα­σύρεται πολλάκις εις τα κόλπα των κυνηγών, το προχειρότερον των οποίων είναι η τοποθέτησις κρέατος εις μέρη επικίνδυνα διά την ασφάλειάν του. Δεν είναι καθόλου φιλύποπτον, όπως η αλεπού, η οποία όταν εμυρίσθη κάποτε τοιαύτην ετοιμασίαν εις μέρος ύποπτον, ελοξοδρόμησε και είπεν:

-Ωχ αδελφέ! πρέπει να μου βάλετε και κρασί... Γεύμα δίχως κρασί δεν κάνει η αλεπού...

Πολλάκις το κουνάβι καταδιωκόμενον χώνεται εις μίαν κουφάλαν, η οποία πιθανόν να μη έχη άλλην έξοδον, και σκαλώνει εις το υψηλότερον μέρος της, ώστε να μη ημπορούν να το τουφεκίσουν οι κυνηγοί. Τότε ανάβουν υπό την κουφάλαν άχυρα και τα κου­νάβια πίπτουν κάτω μεθυσμένα, σχεδόν αναίσθητα. Επίσης οι κυνηγοί γνωρίζουν, ότι άμα τον χειμώνα είναι μεγάλη λιακάδα, τα κουνάβια πηγαίνουν στις φωλιές των νυφιτσών, αι οποίαι έχουν την ποιητικήν ιδιοτροπίαν να της πλέκουν εις τας υψηλοτέρας κορυφάς των ελατιών. Τα κουνάβια όμως τας διώχνουν για να ηλιασθούν αυτά, οι δε κυνηγοί, οι οποίοι ηξεύρουν την αγάπην των αυτήν προς την θαλπωρήν των νυφιτσοφωλιών, πολλάκις έτυχε να τουφεκίσουν νυφίτσες για κουνάβια, τουτέστι μπούφους για αηδόνια. Μόλα ταύτα οι πρωτόπειροι κουναβολόγοι (έμποροι κουνα­βιών) την παθαίνουν κάποτε και αγοράζουν νυφιτσοδέρματα ως μικροκουνάβια. Λέγεται δε ότι έγινε τόση κατάχρησις της πονηρίας αυτής εκ μέρους των χωρικών, ώστε να δημιουργηθή πλέον τάξις ειδικών κουναβολόγων. Ωσαύτως έχει αναπτυχθή τάξις ειδικών σκύλων. Τα κουναβόσκυλα αυτά όχι μόνον δεν κυνηγούν τί­ποτε άλλο, αλλά και άμα ανακαλύψουν κουνάβι το καταδιώκουν έως ότου το αναβιβάσουν εις κανέν δέν­δρον και αφού καταλάβουν το μέρος ώστε να το βλέ­πουν ότι είναι επάνω, γαυγίζουν, ειδοποιούντα τον κυνηγόν. Πολλά κουναβόσκυλα συλλαμβάνουν τα κου­νάβια εις το πήδημα των από τα δένδρα, αλλά, ως να γνωρίζουν πόσον πολύτιμον είναι το τρίχωμά των, τα αρπάζουν τεχνικά διά να μη τα μαδήσουν.

Το κουνάβι όπως και η αλεπού μαδά μέχρις απογυμνώσεως την άνοιξιν η οποία είναι και η εποχή των ερώτων των. Εις αυτήν δε την εποχήν αποκουτιαίνεται ώστε να ημπορούν να το πιάσουν και τα μικρά παιδιά. Λέγει ο μύθος ότι ένα κουνάβι παρεπονείτο εις την αλεπού κατά του Θεού, διότι νερουλιάζει τόσον τα μυαλά των την άνοιξιν. Η αλεπού, εν τη πανσοφία της, συνέστησεν εις το κουνάβι να ευλογή τον Ύψιστον, διότι αν τούς παίρνη τα μυαλά τούς παίρνει ταυτο­χρόνως κατά την άνοιξιν και το τρίχωμά των, πράγμα το οποίον τα απαλλάσσει από τα μαρτύρια του κυνη­γίου, διότι δεν έχουν καμμίαν αξίαν άμα είναι μαδημένον το δέρμα των.

  • - Μπα! είπε το κουνάβι, για τα μαλλιά μας μας κυνηγούν;
  • - Άμ γιατί σε κυνηγούν, θαρρείς; του απήντησε η αλεπού. Για να σε βάλουν δημογέροντα;

Και τοιουτοτρόπως περνούν τα μελίμηνά των θεία συνάρσει εν πλήρει ησυχία.