ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών1 (η αποκαλούμενη “Οδηγία για τα Πτηνά”) παρέχει ένα κοινό πλαίσιο για τη διατήρηση των πτηνών που ζουν εκ φύσεως σε άγρια κατάσταση και των ενδιαιτημάτων τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απαρχή της οδηγίας έγκειται στο γεγονός ότι τα άγρια πτηνά, τα οποία είναι κυρίως αποδημητικά, αποτελούν κοινή κληρονομιά των κρατών μελών, η αποτελεσματική προστασία της οποίας αποτελεί τυπικό διασυνοριακό πρόβλημα που συνεπάγεται κοινές ευθύνες.

Στην οδηγία για τα Πτηνά αναγνωρίζεται πλήρως η νομιμότητα της θήρας αγρίων πτηνών ως μορφή βιώσιμης χρήσης. Η θήρα αποτελεί δραστηριότητα που αποφέρει σημαντικά κοινωνικά, μορφωτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη σε διάφορες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αριθμός των ειδών, των οποίων επιτρέπεται η θήρα, είναι περιορισμένος και περιλαμβάνεται στην οδηγία, όπου καθορίζεται και μία σειρά οικολογικών αρχών και νομικών υποχρεώσεων σχετικών με την εν λόγω δραστηριότητα, τις οποίες τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν μέσω της νομοθεσίας τους. Τα προαναφερθέντα παρέχουν το πλαίσιο διαχείρισης της θήρας.

Αρκετές ήταν οι αντιπαραθέσεις και, τα τελευταία χρόνια, ακόμη και κάποιες διενέξεις ως προς τη συμβατότητα της θήρας με ορισμένες απαιτήσεις της οδηγίας. Πηγή των διενέξεων είναι συχνά οι διιστάμενες ερμηνείες αυτών των απαιτήσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι είναι αναγκαίο να αρχίσει νέος διάλογος με σκοπό να αναπτυχθεί η συνεργασία μεταξύ όλων των κυβερνητικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων που εμπλέκονται στη διατήρηση και την ορθολογική και βιώσιμη χρήση των αγρίων πτηνών μας. Προς αυτή την κατεύθυνση, η Επιτροπή ξεκίνησε το 2001 μία ‘Πρωτοβουλία για την Αειφόρο Θήρα’ αποβλέποντας να βελτιωθεί η κατανόηση των νομικών και τεχνικών πτυχών των διατάξεων της οδηγίας για το κυνήγι, καθώς και η ανάπτυξη ενός προγράμματος λήψης επιστημονικών μέτρων και μέτρων διατήρησης και ευαισθητοποίησης με σκοπό την προαγωγή της αειφόρου θήρας βάσει της οδηγίας.

Σκοπός του παρόντος εγγράφου κατευθύνσεων είναι να επιτευχθεί ένας από τους βασικούς στόχους του διαλόγου, με την περαιτέρω αποσαφήνιση των απαιτήσεων της οδηγίας που σχετίζονται με το κυνήγι, εντός του υφιστάμενου νομικού πλαισίου και με βάση τις τεκμηριωμένες επιστημονικές αρχές και στοιχεία, καθώς και με την περαιτέρω αποσαφήνιση του συνολικού στόχου της οδηγίας σχετικά με τη διατήρηση των πτηνών. Τα παραπάνω αποτελούν συνέχεια του προγενέστερου έργου που έχει επιτελεσθεί σε ό,τι αφορά τις βασικές έννοιες του άρθρου 7, παράγραφος 4 της οδηγίας2.

Ποιος ο λόγος ύπαρξης των κατευθύνσεων για το κυνήγι;

Είναι σαφές ότι απαιτούνται περαιτέρω κατευθύνσεις σε ό,τι αφορά τις διατάξεις της οδηγίας περί θήρας. Αυτό είναι προφανές δεδομένης της έκτασης των προσφυγών στα Δικαστήρια για το εν λόγω θέμα. Ετέθησαν επίσης πολλές ερωτήσεις προς την Επιτροπή σχετικά με το θέμα, περιλαμβανομένων και αυτών που έθεσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το θέμα αυτό πρέπει, επίσης, να εξετασθεί με βάση την αυξημένη πόλωση, όπως αυτή φαίνεται από τις αντιτιθέμενες αναφορές προς το Κοινοβούλιο από οργανώσεις κυνηγών και οργανώσεις διατήρησης των πτηνών, οι οποίες έχουν συγκεντρώσει τις υπογραφές εκατομμυρίων ανθρώπων.

Η απαίτηση αυτή συνδέεται με την πραγματική ανάγκη για μεγαλύτερη σαφήνεια. Ορισμένα κράτη μέλη επιθυμούν να γνωρίζουν τις δυνατότητες ρύθμισης των κυνηγετικών περιόδων εκτός των ορίων που επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 4, το οποίο μπορεί να είναι υπερβολικά περιοριστικό, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει για έναν μικρό αριθμό προβληματικών ειδών (όπως η Πρασινοκέφαλη Anas platyrhynchos και η Φάσσα Columba palumbus) με πρώιμη περίοδο προγαμιαίας μετανάστευσης και/ή μεγάλη αποδημητική περίοδο, όπως επίσης επιθυμούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο προσφυγής στις παρεκκλίσεις του άρθρου 9.

Υπάρχει ήδη θετική εμπειρία από την ανάπτυξη των κατευθύνσεων για το άρθρο 6 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ3 του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών ενδιαιτημάτων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (Οδηγία “Οικότοποι”). Η προσέγγιση αυτή θεωρείται μάλλον προνοητική αντιμετώπιση και όχι αντιμετώπιση εκ των υστέρων, η οποία ωθεί σε διεξοδική συλλογιστική και αποτρέπει τις κατά περίπτωση ασύνδετες ερμηνείες. Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωριστεί ότι, σε αντίθεση με το άρθρο 6 της οδηγίας “Οικότοποι”, οι διατάξεις της οδηγίας για τα Πτηνά είναι πολύ παλαιότερες και αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερέστερης νομολογίας, παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε οποιεσδήποτε κατευθύνσεις. Το παρόν έγγραφο είναι, επίσης, χρήσιμο στις υπηρεσίες της Επιτροπής για οποιαδήποτε προβλεπόμενη δράση στο εν λόγω πεδίο, ενώ διασφαλίζει σε κάποιο βαθμό την ικανοποίηση των προσδοκιών των βασικών συμμέτοχων.

Όρια των κατευθύνσεων

Οι οδηγίες συντάχθηκαν με σκοπό να τηρούν το κείμενο της οδηγίας και να είναι πιστές σε αυτό, καθώς και στις ευρύτερες αρχές στις οποίες στηρίζεται η κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία. Ο χαρακτήρας τους δεν είναι νομοθετικός (δεν θεσπίζουν νέους κανόνες αλλά παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με την εφαρμογή των υφιστάμενων νόμων). Ως εκ τούτου, το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς έκφραση των απόψεων των υπηρεσιών της Επιτροπής και δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

Πρέπει να τονιστεί ότι εναπόκειται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αποφανθεί για την οριστική ερμηνεία μιας οδηγίας. Ως εκ τούτου, οι κατευθύνσεις πρέπει να είναι σύμφωνες με την τυχόν νομολογία που θα προκύψει στο εν λόγω θέμα.

Οι κατευθύνσεις ακολουθούν πλήρως την ήδη αρκετά εκτεταμένη υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου. Η νομολογία διευκρινίζει ορισμένες πτυχές των κατευθύνσεων, ιδιαίτερα σε ζητήματα για τα οποία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αποφανθεί με σαφήνεια.

Οι εν λόγω κατευθύνσεις αποσκοπούν, επίσης, στην ερμηνεία των οικολογικών αρχών στις οποίες βασίζεται η διαχείριση του κυνηγίου βάσει της οδηγίας, ενώ λαμβάνουν υπόψη και τα καλύτερα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία, αν και αναγνωρίζεται ότι η έλλειψη ποιοτικών επιστημονικών στοιχείων παρεμποδίζει την προσπάθεια ορθής και ακριβούς διαχείρισης των πληθυσμών.

Στις κατευθύνσεις αναγνωρίζεται η διαχείριση του κυνηγίου ως αρμοδιότητα των κρατών μελών, όπως και ο ρόλος τους στον καθορισμό των κυνηγετικών περιόδων εντός του εδάφους τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας.

Πεδίο εφαρμογής των κατευθύνσεων

Οι κατευθύνσεις εστιάζονται κυρίως στον καθορισμό των χρονικών περιόδων θήρας για λόγους αναψυχής. Καλύπτουν, εντούτοις, δεόντως και άλλα ζητήματα σχετικά με τη θήρα. Από νομικής άποψης, οι κατευθύνσεις εστιάζονται κυρίως στα θηρεύσιμα είδη που παρατίθενται στο παράρτημα II της οδηγίας, καθώς και στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 7 και 9, ενώ όλα τα υπόλοιπα άρθρα θα εξεταστούν εφόσον χρειασθεί. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο ζήτημα της εξέτασης της βάσης για την εφαρμογή παρεκκλίσεων, ειδικά βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ). Οι κατευθύνσεις δεν θίγουν μόνο το ζήτημα των νομικών διατάξεων αλλά καλύπτουν και επιστημονικές και τεχνικές πτυχές της οδηγίας που είναι συναφείς με τη διατήρηση των αγρίων πτηνών.

Δομή των κατευθύνσεων

Οι κατευθύνσεις παρουσιάζονται σε τρία κύρια κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο παρέχει μία επισκόπηση του κυνηγίου στο πλαίσιο της οδηγίας, περιλαμβανομένης της εξέτασης των σχετικών προοιμίων και άρθρων. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται αναλυτικότερα οι συναφείς νομικές και τεχνικές διατάξεις του άρθρου 7, περιλαμβανομένων των ειδικών όρων για τον καθορισμό των κυνηγετικών περιόδων βάσει της οδηγίας.

Στη συνέχεια, στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται οι δυνατότητες κυνηγίου βάσει του συστήματος των παρεκκλίσεων, οι οποίες εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας. Διάφορα τμήματα του εγγράφου συμπληρώνονται από σχήματα όπου παρέχονται συμπληρωματικές πληροφορίες χρήσιμες για τις κατευθύνσεις.