Τι δείχνουν τα στοιχεία νέας μελέτης
Οι Δανοί κυνηγούν υδρόβια πτηνά πιο τακτικά από τους Γερμανούς και τους Ελβετούς, που προτιμούν το κυνήγι του ελαφιού και του αγριόχοιρου, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα μελέτης για τη θήρα των υδροβίων πτηνών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) του ερευνητή και διαχειριστή σε θέματα άγριας πανίδας στη Διεύθυνση Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας- Θράκης Χρήστο Σώκου και του επίκουρου καθηγητή βιολογίας άγριας πανίδας στο Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΤΕΙ Λάρισας Περικλή Μπίρτσα.
Η διαχείριση των αποδημητικών πτηνών, σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, βασίζεται στη γνώση των διαδρόμων μετανάστευσης.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η Ευρώπη, τονίζουν, περιλαμβάνεται στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Παλαιαρκτικής, η οποία εκτείνεται από τις περιοχές αναπαραγωγής στη Σκανδιναβία και τη Δυτική Σιβηρία μέχρι τις περιοχές διαχείμασης, στη Νότια και τη Δυτική Αφρική.
Οι μεταναστευτικοί διάδρομοι διέρχονται από περισσότερα από 50 κράτη της Ευρώπης και Αφρικής, με περίπου αντίστοιχο αριθμό διαφορετικών νομικών συστημάτων, ιδιοκτησιακών καθεστώτων και κυνηγετικών παραδόσεων.
Η συνεργασία και ο συντονισμός επομένως της διαχείρισης των πληθυσμών των υδροβίων, είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για να επιτευχθεί γεγονός που αποτελεί βασική διαφορά σε σχέση με τη Β. Αμερική, υπογραμμίζουν οι δύο ερυενητές.
Η θήρα των υδροβίων πτηνών, σύμφωνα με τη μελέτη, δεν έχει τον ίδιο βαθμό δημοτικότητας σε όλες τις χώρες της Ένωσης. Το ποσοστό των κυνηγών υδροβίων σε κάθε χώρα εξαρτάται από την έκταση των παράκτιων περιοχών και των λοιπών υγροτόπων.
Τα κυνηγετικά δικαιώματα στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης σχετίζονται με την ιδιοκτησία γης. Τα δημόσια κυνηγετικά δικαιώματα, εκτός από τα βαλκανικά κράτη, συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα σε μερικές ακτογραμμές της Γαλλίας, Σκωτίας και Σκανδιναβίας και σε ελάχιστες άλλες περιοχές που συνεχώς μειώνονται.
Για τα περισσότερα κράτη, ο ιδιοκτήτης της περιοχής είναι αυτός που έχει τα κυνηγετικά δικαιώματα και την επιλογή της κράτησης ή της χρήσης ή της προσωρινής παραχώρησης αυτών σε κάποιο άλλο πρόσωπο.
Σε κάποιες χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γερμανία είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ελάχιστη έκταση προτού επιτραπεί το κυνήγι σε ένα κτήμα (από 25 έως 80 εκτάρια).
Στη Γαλλία, τα κυνηγετικά δικαιώματα για κτήματα που είναι μικρότερα από 20 εκτάρια μεταφέρονται αυτόματα στον τοπικό κυνηγετικό σύλλογο.
Τι επιτρέπεται
Όσον αφορά τα επιτρεπόμενα για κυνήγι υδρόβια πτηνά και τις κυνηγετικές περιόδους, η ΕΕ υιοθέτησε, σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένα νομοθετικό πλαίσιο το 1979, τη λεγόμενη «Οδηγία για τα Πτηνά 79/409».
Η Οδηγία αυτή, θέτει τις κατευθυντήριες γραμμές στη διαχείριση των ειδών και αναφέρει τα είδη στα οποία είναι δυνατόν να επιτραπεί η θήρα στα κράτη μέλη. Για το ποια θα είναι τελικά τα είδη των υδροβίων και παρυδάτιων, που οι διάφορες χώρες κατατάσσουν ως επιτρεπόμενα θηράματα, εξαρτάται από το ποσοστό των κυνηγών υδροβίων, από το ενδιαφέρον τους για τα διάφορα είδη υδροβίων πτηνών, τις αντικυνηγετικές αντιλήψεις και την κατάσταση των πληθυσμών.
Έτσι, οι επιφανειακές πάπιες (πρασινοκέφαλη, σφυριχτάρι, κ.ά.) αποτελούν θηράματα σχεδόν σε όλη την περιοχή εξάπλωσής τους, ενώ τα παρυδάτια, οι καταδυτικές και θαλάσσιες πάπιες θηρεύονται σε λιγότερες χώρες.
Γενικά, η κυνηγετική περίοδος των υδροβίων στην Ευρώπη, διαπιστώνουν οι δύο ερευνητές, διαρκεί από τα μέσα του Αυγούστου μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου ή μέσα Φεβρουαρίου.
Συγκεκριμένα, στην Πορτογαλία και Ολλανδία το κυνήγι της πρασινοκέφαλης πάπιας ξεκινά από 15/8, στη Βρετανία το μπεκατσίνι θηρεύεται από 12/8, ενώ η περίοδος κλείνει στην Ελλάδα και Βρετανία το Φεβρουάριο.
Ορισμένες χώρες απαγορεύουν το κυνήγι την ημέρα της Κυριακής και κάποιες άλλες, όπως η Ιταλία, η Κύπρος και η Ισπανία επιτρέπουν την άσκηση του κυνηγίου μόνο για συγκεκριμένες ημέρες.
Στην Ευρώπη, η κατάσταση των πληθυσμών των υδροβίων πτηνών εκτιμάται από τις μεσοχειμωνιάτικες καταμετρήσεις, τις εθνικές ή τοπικές καταμετρήσεις και τις καταγραφές της κάρπωσης. Τα παραπάνω στοιχεία είναι σε πολλές περιπτώσεις ελλιπή, ενώ και η ετήσια επιτυχία αναπαραγωγής δεν παρακολουθείται.
Επιπρόσθετα, τα διαθέσιμα δεδομένα δεν αξιοποιούνται ικανοποιητικά ώστε να επιτυγχάνεται ετήσια προσαρμογή της κάρπωσης στην κατάσταση των πληθυσμών.
Αυτό που εξετάζεται είναι εάν ο πληθυσμός δεν μειώνεται σοβαρά, δεν υφίσταται όχληση και δεν θηρεύεται κατά την αναπαραγωγή και εαρινή αποδημία. Επομένως, τονίζουν οι ερευνητές, η διαχείριση βασίζεται περισσότερο στη νομοθεσία και λιγότερο στην επιστήμη.
Για παράδειγμα, η απαγόρευση της θήρας επειδή τα πτηνά επιστρέφουν στους τόπους αναπαραγωγής εφαρμόζεται χωρίς να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Στην Αμερική αντίθετα, η θήρα μπορεί να διεξάγεται και την άνοιξη για κάποια είδη που διατηρούν υψηλούς πληθυσμούς.
Όσον αφορά τους επιμέρους κανονισμούς, σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες απαγορεύεται η χρήση μολύβδινων σκαγιών, παρόλο που οι περισσότερες έχουν υπογράψει συμφωνίες για τον περιορισμό τους. Η θήρα μπορεί να ασκείται και κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Χρησιμοποιούνται ομοιώματα, ζωντανοί κράχτες, σφυρίχτρες και ηχομιμητικές συσκευές. Το καρτέρι επίσης επιτρέπεται από κατασκευές που είναι βυθισμένες μέσα στο νερό. Σε κάποιες χώρες όπως η Γερμανία, Αυστρία, Δανία και Ολλανδία, επιβάλλεται η χρήση σκύλων επαναφοράς για τη θήρα των υδροβίων.
Η άσκηση, ωστόσο, της θήρας υδροβίων σε πολλές περιοχές της Ευρώπης προχωρά παράλληλα με τη διατήρηση και βελτίωση των υγροτόπων. Πολλοί υγρότοποι είναι ιδιωτικοί, ανήκουν είτε σε ένα συγκεκριμένο κυνηγό, είτε σε ένα κυνηγετικό σύλλογο, οπότε υπάρχει στενή σχέση μεταξύ του κυνηγού και της «περιοχής του».
Αυτή η σχέση δίνει ένα ισχυρό κίνητρο στους κυνηγούς και στους ιδιοκτήτες γης ώστε να ρυθμίζουν το βάθος των υδάτων, τη βελτίωση της βλάστησης, τη δημιουργία κατάλληλων θέσεων φωλεοποίησης και αν καλλιεργούν τη γη μπορούν να αποφύγουν την αποξήρανση των υγροτόπων ή την απόθεση υπερβολικών νιτρικών διαπιστώνεται στην ίδια εργασία.