εφημερίς «ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ»,1η Σεπτεμβρίου 1867
Κατά της εποχήν ταύτην άπειρον πλήθος πολιτών εξέρχεται εις το κυνήγιον πτηνών και βλέπει τις τα γυμνά και πετρώδη μέρη της νήσου πλήρη κυνηγών. Συμβαίνει εν και το αυτό πτηνόν να κυνηγώσι διάφοροι κυνηγοί. Συμβαίνουσι δ’ ενίοτε απευκταία, εντεύθεν και εφιστώμεν πολλών απείρων την προσοχήν. Προχθές νέος τις δεκαπενταετής θέλων να κυνηγήση δια του ιδίου όπλου εφονεύθη εξ απροσεξίας.
Οι πρώτες απεικονίσεις κυνηγιού βρίσκονται στις βραχογραφίες των σπηλαίων της Αλταμίρα στην Ισπανία και του Λασκό στη Γαλλία, με τις γεμάτες εκφραστικότητα εικόνες των ζώων, αλλά και στα βράχια της Σαχάρας, και ξεπερνούν σε ηλικία τα 15.000 χρόνια. Οι προϊστορικοί άνθρωποι συνήθως ζωγραφίζανε με κάρβουνο και κοκκινόχωμα ζώα, σκηνές κυνηγιού, καβαλάρηδες με τόξα και ακόντια.
Την τελευταία δεκαετία ανακαλύφθηκαν στο Κουσάκ της Γαλλίας εκατοντάδες βραχογραφίες και νωπογραφίες που αναπαριστούν ζωικά είδη χαρακτηριστικά της προϊστορικής εποχής –μαμούθ, ρινόκερους, ελάφια, τράγους, βίσονες, άλογα, παράξενα πτηνά και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.
Πριν από 8.000 χρόνια, στο δάπεδο ενός σπηλαίου κάποιοι άνθρωποι λαξεύσανε τις πρώτες γνωστές βραχογραφίες της Κρήτης, αλλά το ίδιο έκαναν και στη βόρεια Ελλάδα πάνω σε επιφάνειες βράχων στο όρος Παγγαίο. Λίγους αιώνες αργότερα γίνεται το ίδιο και στην Άνδρο, όπως αποδεικνύεται από τις ανασκαφές στον οικισμό του Στρόφιλα, όπου βρέθηκαν χαραγμένα στους βράχους σχέδια ζώων, αλλά και στη Σύρο όπως διαπιστώνουμε από τις κεραμικές αναπαραστάσεις ζώων θηραμάτων που βρέθηκαν στο Καστρί και στη Χαλανδριανή.
Στη Νάξο επίσης, στην Κορφή τ’ Αρωνιού, ανακαλύφθηκαν πλάκες που απεικονίζουν, με επίκρουστη τεχνική, ανθρώπους, ζώα και πλοία σε σκηνές της καθημερινής ζωής. (Μουσείο Απειράνθου Νάξου).
Και από τις εικόνες αυτές αλλά και από κάποιες πετρωμένες τροφές αποκτούμε τη γνώση για τα είδη των ζώων που κυνηγούσαν αλλά και για τις γαστριμαργικές συνήθειες εκείνων των προϊστορικών ανθρώπων.
Αργότερα οι άνθρωποι εξημερώνουν και χρησιμοποιούν τα λαγωνικά σκυλιά και τα γεράκια για να ξετρυπώνουν το θήραμα. Η πρώτη γνωστή χρήση γερακιών για το κυνήγι εντοπίζεται στην Ασσυρία (πριν από το 700 π.Χ.), διαδόθηκε δε και στην Ανατολή, στην Ινδία και την Κίνα από τα πολύ παλιά χρόνια.
Πολλές αναφορές στη Βίβλο υπαινίσσονται ότι το κυνήγι ήταν άφθονο και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Εβραίους την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης.
Και το ενδιαφέρον των Ελλήνων για το κυνήγι αναπτύσσεται επίσης στα αρχαία χρόνια και για πρώτη φορά εκφράζεται με εξαιρετικό τρόπο στο έργο του Ξενοφώντα Κυνηγετικός, όπου εκτίθενται οι αρχές του κυνηγιού και εμπεριέχονται οι εμπειρίες του συγγραφέα από την αγαπημένη του ενασχόληση. Στόχος του Ξενοφώντα με το έργο αυτό είναι η μύηση του αναγνώστη στην κυνηγετική τέχνη. Η πραγματεία του αναφέρεται κυρίως στη σύλληψη του λαγού, περιγράφει όμως και κυνήγι αγριόχοιρων και ελαφιών. Αναφέρεται ακόμη στο κυνήγι λιονταριού, λεοπάρδαλης, λύγκα, πάνθηρα και αρκούδας, τα οποία ή συλλαμβάνονταν σε λάκκους ή λογχίζονταν από ιππείς.
Είναι γνωστό από πολλές πηγές το πάθος των Βυζαντινών για το κυνήγι. Το παράδειγμα έδιναν πρώτοι οι αυτοκράτορες, κυρίως από την εποχή των Κομνηνών. Τα παλάτια στολίζονταν με ψηφιδωτά που παρίσταναν κυνηγετικές σκηνές. Ο Νικήτας Χωνιάτης λ.χ. περιγράφει τις τοιχογραφίες των ανακτόρων του Ανδρόνικου: «Και ην κυνηγέσια ζωγραφούμενα, κλωγμός πτηνών, θωϋσμός κυνών, ελαφηβολίαι και λαγού θηρεύσεις και χαυλιόδους συς διακοντιζόμενος και ζούμπρος διελαυνόμενος δόρατι και βίος αγροτικός και σκηνίτης και εστίασις εκ των θηρευομένων σχέδιος και αυτός Ανδρόνικος μυστίλλων αυτοχειρί κρέας ελάφιον ή κάπρου μονάζοντος και οπτών περιφραδέως πυρί και τοιαύθ’ έτερα».
Το κυνήγι ήταν «επιστήμη και εκστρατεία», όπως αποκαλύπτουν τα διάφορα «ιερακοσόφια και κυνοσόφια» και ο μέγας αριθμός των ειδικευμένων προσώπων που έπαιρναν μέρος, δούλων και ελευθέρων. Ήταν οι «κοιτασταί», οι «σκοπείς», οι «παγανευταί», οι «ιερακάριοι», οι «πετρινάριοι», οι «σκυλογάγγοι»,. Ο Ανδρόνικος ο Νέος έτρεφε 1400 λαγωνικά (ζαγάρια, ιχνεύτορες και χονδρόσκυλους) και χίλια γεράκια (πετρίτες της Ζαγοράς, «φαλκώνια» της Θεσσαλονίκης, «συγκούρια» της Μυτιλήνης, «οξυπτέρια» του Διδυμοτείχου). Τις κυνηγετικές συνήθειες των Βυζαντινών υιοθέτησαν οι Τούρκοι μετά την άλωση.
Κατά τους νεότερους χρόνους, υπάρχουν πάμπολλες περιγραφές περιηγητών στις ελλαδικές περιοχές σχετικές με τις κυνηγετικές συνήθειες των Ελλήνων.
Τα πουλιά και το κυνήγι στον ελλαδικό χώρο μέσα από τις μαρτυρίες των περιηγητών
Την άνοιξη του 1436 ο Cyriaco de Pizicolli περιγράφει μια κυνηγετική εκδρομή στο ΄Ακτιο: «Η άλλη μέρα ήταν της Αρτέμιδος με τις φαρέτρες. Ολοκάθαρος ουρανός. Συναντηθήκαμε στα δάση του Ακτίου με τον έπαρχο της Λευκάδος Ιάκωβο Ρούφο, πολύπειρο κυνηγό. Εφοδιασμένοι με πολλά βέλη και άλλα κυνηγετικά όπλα, με γοργοπόδαρα και νευρώδη λαγωνικά και γρήγορα άλογα εξασκημένα στο κυνήγι εψάλαμε αυτή την προσευχή στην Αρτέμιδα: Άκουσε, βασίλισσα, του Δία κόρη, με τα πολλά ονόματα, ταχύποδη, εσύ που χαίρεσαι τις σαΐτες και περπατάς τη νύχτα, δός μας…»
Τον επόμενο χρόνο 1437, το Σεπτέμβριο μήνα, ο Κυριακός στην πορεία του προς το Μυστρά περιγράφει: «Σήμερα (24 Σεπτεμβρίου) ενώ βαδίζαμε από την πόλη Αρκασάνα για το Μυστρά, βλέπουμε ένα νεαρό Σπαρτιάτη, ψηλόκορμο και πανέμορφο, που τον έλεγαν Γεώργιο Χοιρόδοντα. Λένε γι’ αυτόν πως ενώ κυνηγούσε στους λόγγους μ’ άλλους πέντε βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αγριογούρουνο. Και τότε ο νέος μ’ ένα πήδημα γαντζώθηκε στην πλάτη του θηρίου και το σκότωσε χτυπώντας το με το ρωμαλέο του χέρι. Μια άλλη φορά σήκωσε με το ένα μπράτσο δύο άντρες και τους μετέφερε κάμποσο στα αμπέλια. Και καθώς βρεθήκαμε στην όχθη ενός ποταμού ο νεαρός αυτός Σπαρτιάτης, για να με βοηθήσει και να δείξει την καλή του καρδιά με πήρε κάτω από τη μασχάλη του και με πέρασε αντίκρυ».
Και ο Ισπανός ευγενής Pedro Tafur στην Τραπεζούντα κατά το 1460 σημειώνει: «Οι Έλληνες είναι μεγάλοι κυνηγοί. Χρησιμοποιούν λαγωνικά και γεράκια».
To 1546 ο Γάλλος περιηγητής Jean Chesneau ευρισκόμενος στη Χίο σημειώνει για τις ήμερες πέρδικες ότι αποτελούν μαζί με τα μαστιχόδεντρα τα αξιοπερίεργα του νησιού και προκαλούν εντύπωση σ’ όλους τους ξένους: «Στην Ελλάδα οι πέρδικες είναι εξημερωμένες όπως σε μας οι όρνιθες. Υπάρχουν δύο είδη: με κατακόκκινο ράμφος και με μαύρο. Υπάρχουν και μπεκάτσες που οι Χιώτες αποκαλούν ορνιθοσκαλίδες (οι Κρητικοί τις λένε σκαλόρνιθες).
»Τις πέρδικες τις πιάνουν μικρές και τις τρέφουν όλο το χειμώνα. Όταν μεγαλώσουν τις αφήνουν ελεύθερες στα βουνά να βοσκήσουν συντροφιά με τις άγριες. Το βράδυ έχουν σμίξει άγριες και ήμερες. Οι δούλοι τις βλέπουν από μακριά και κράζουν τις ήμερες «έλα δω, έλα δω, καρδούλα μου». Και τότε κάθε μια τρέχει στο σπίτι του αφεντικού της, ενώ οι άγριες πετούν στα βουνά τους».
Και λίγα χρόνια αργότερα το 1551 ο επίσης Γάλλος Nikolas Nikolay περνώντας από τη Χίο επανέρχεται στο ίδιο θέμα γράφοντας στο βιβλίο που θα εκδοθεί το 1557. «Το πιο αξιοπερίεργο του νησιού είναι οι εξημερωμένες πέρδικες. Αναρίθμητες μεγάλες κόκκινες πέρδικες που περιφέρονται σε μερικά χωριά του νησιού ήμερες όπως οι δικές μας οι όρνιθες. Οι χωρικοί τις στέλνουν την ημέρα να βοσκήσουν στα βουνά και το βράδυ, τα παιδιά που τις φυλάνε, τις ξαναφέρνουν στα σπίτια τους με σφυρίγματα και τραγούδια. Κι επειδή αυτές οι πέρδικες συνήθισαν (κάθε κοπάδι αποτελείται από 300 πάνω κάτω) ακολουθούν τον οδηγό τους κι εκείνος τις ξαναφέρνει στο χωριό. Αν όμως τις μεταφέρεις έξω από το νησί αγριεύουν».
Αλλά στις περίφημες πέρδικες της Χίου θα αναφερθεί το έτος 1555 και ο βαρώνος du Busbec στις επιστολές του. Δεν ταξίδεψε ποτέ στο νησί αλλά, όπως βεβαιώνει, φρόντισε να διασταυρώσει τις πληροφορίες του:
«Κάθε αυγή ο δημόσιος βοσκός τις κράζει με σφύριγμα. Τρέχουν τότε όλες κοπάδια-κοπάδια, μαζεύονται στο δρόμο και τον ακολουθούν, όπως στον τόπο μας τα πρόβατα, στα χωράφια όπου όλη την ημέρα λιάζονται και βόσκουν. Και το βράδυ, πάλι μ’ ένα σφύριγμα ξαναγυρίζουν στο χωριό και κάθε μια βρίσκει την κούρνια της.
»Και να πώς αποκτούν αυτή τη συνήθεια: μόλις βγουν από τ’ αυγό, οι χωρικοί βάζουν τα πουλάκια στον κόρφο τους, τα ζεσταίνουν επί δυο μέρες και τα τρέφουν με σίελο πλησιάζοντας το στόμα τους στο ράμφος. Έτσι ημερώνουν, εξοικειώνονται και δαμάζονται, όπως και τα άλλα ζώα που εκδηλώνουν περισσότερο από τον άνθρωπο την ευγνωμοσύνη τους και δεν λησμονούν εκείνους που τα έθρεψαν».
Γύρω στα μέσα του 17ου αι. ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard που έζησε πολλά χρόνια στη Σαντορίνη και ταξίδεψε σε πάρα πολλά νησιά, περιγράφει σαν καθημερινή τροφή των νησιωτών το παξιμάδι από κριθαρόψωμο και προσφάγι τα παστά ορτύκια του φθινοπωρινού κυνηγιού.
Στη Σαντορίνη τα πουλιά είναι σπάνια. Παρόλα αυτά βλέπει κανείς πού και πού περιστέρια, κοτσύφια και πέρδικες. Οι κάτοικοι κάθε φθινόπωρο σκοτώνουν μυριάδες τρυγόνια και πιάνουν στα δίχτυα αναρίθμητα ορτύκια που σταματούν εδώ κατά την αποδημία τους. Τα πουλάνε ένα σόλδι το ζευγάρι. Θα 'λεγε κανείς ότι η θεία πρόνοια έχει προβλέψη να γίνει πέρασμα των πουλιών το νησί για να εξασφαλίσει στους φτωχούς πειναλέους κατοίκους αυτές τις πεντανόστιμες λιχουδιές.
Το 1653, ο 20χρονος Γάλλος Thevenot περιοδεύει στην Πάτμο και περιγράφει τον τρόπο που οι χωριάτες κυνηγούν τις πέρδικες με το γάιδαρο: αργά το βράδυ, αφού ανακαλύψουν πού μαζεύονται οι πέρδικες για να κουρνιάσουν, απλώνουν ένα δίχτυ και το στερεώνουν στην κοιλιά του γαϊδάρου. Κι’ ύστερα γάιδαρος και γαϊδουρολάτης πορεύονται στο σκοτάδι. Ο χωριάτης μ' ένα ραβδί οδηγεί τις πέρδικες στο δίχτυ όπου πιάνονται σωρό.
Κατά το έτος 1669, ο Καπουκίνος Robert de Dreux, που συνοδεύει το Γάλλο Πρέσβη ως πνευματικός του, περνώντας από τα Τέμπη μαζί με τη διπλωματική ακολουθία περιγράφει πως βρέθηκαν εν μέσω πολεμικής ατμόσφαιρας. Ετοιμάζονταν οι παγάνες για το κυνήγι του σουλτάνου, που αποτελούσε πραγματική εκστρατεία και φοβερή μάστιγα για τους Έλληνες της περιοχής. Για τις παγάνες έπρεπε να κινητοποιηθούν δεκάδες χιλιάδες ραγιάδων και ο φόνος των εγκλωβισμένων θηραμάτων έπαιρνε μορφή θεατρικής επιδείξεως.
Ο πρεσβευτής σταμάτησε με τη συνοδεία του στο χωριό Μπαμπά και μαθαίνοντας τις προετοιμασίες έστειλε στη Λάρισα μήνυμα παρακαλώντας τον σουλτάνο να τον δεχθεί πριν ξεκινήσει για το κυνήγι. Περιμένοντας την απάντηση η διπλωματική αντιπροσωπία παρακολούθησε τα συμβαίνοντα στα ριζά του κάμπου:
«Μέτρησα διακόσιους άντρες που οδηγούσαν καθένας από δυο πανέμορφα λαγωνικά. Τα περισσότερα είχαν μακριά, πεσμένα αυτιά και ήταν σημαδεμένα με διάφορα χρώματα, όπως γαλάζιο, κόκκινο και πράσινο. Είναι τόσο ρωμαλέα, που ένας άντρας μόλις και μετά βίας μπορεί να χειραγωγήσει δύο, κρατώντας τα με αλυσίδες περασμένες στο χαλκά του λαιμού.
»Είδα να περνούν κάπου τέσσερις χιλιάδες χωρικοί, βαδίζοντας σε τετράδες ενώ ηχούσαν ζουρνάδες και τουμπελέκια. Ήταν οπλισμένοι μονάχα μ’ ένα μεγάλο κοντάρι. Μερικοί όμως είχαν στο ζουνάρι τους κι ένα μικρό τσεκούρι.»
Στο Μπαμπά ο Καπουκίνος γνώρισε ένα χωρικό που τον είχαν αρπάξει μικρόν οι Οθωμανοί και τον ανάγκασαν να τουρκέψει. Μιλούσε ιταλικά κι έτσι ο Γάλλος κληρικός είχε την ευκαιρία να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του σουλτανικού κυνηγιού.
«Ο σουλτάνος υποχρέωνε τις γύρω περιοχές να του στείλουν για το κυνήγι του είκοσι χιλιάδες άντρες. Η στρατολογία γίνεται ανάλογα με τον πληθυσμό του χωριού. Φθάνοντας αυτό το πλήθος στο προκαθορισμένο σημείο αρχίζει την παγάνα, περικυκλώνει τα δάση, όπου κρύβονται τα αγρίμια και αφήνει μόνο ένα άνοιγμα ελεύθερο ώστε ν’ αναγκασθούν να ξεχυθούν απ’ αυτό το πέρασμα στον κάμπο. Εκεί είχε στηθεί ένα είδος θεάτρου με ψηλούς φράχτες για να εμποδίζεται η είσοδος των θηρίων. Ο σουλτάνος ανεβασμένος σε μια εξέδρα παρακολουθεί με τη συντροφιά του να περνούν και να ξαναπερνούν μπροστά του κυνηγημένα τα θηράματα. Κι ο κλοιός όλο στενεύει στον κάμπο καθώς προχωρούν οι άντρες της παγάνας, πολλές φορές σε τριπλές γραμμές. Ο σουλτάνος απολαμβάνει από το θεωρείο του τη μάχη των λαγωνικών με τ’ αγρίμια που σε κατάσταση απελπισίας ορμούν εναντίον των ανδρών της παγάνας σκοτώνοντας και πληγώνοντας πλήθος.
»Έμαθα ότι λίγο πριν την άφιξή μας στη Λάρισα είχε οργανωθεί ένα τέτοιο σουλτανικό κυνήγι με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τετρακόσιοι ως πεντακόσιοι Θεσσαλοί.
»Ο καϊμακάμης που ήταν γνωστός για την ανθρωπιά του αναστατώθηκε από εκείνη τη σφαγή και πρόσταξε να σκορπίσουν τα πτώματα πλάι στο δρόμο από όπου θα περνούσε ο σουλτάνος για να ιδεί τα φονικά αποτελέσματα αυτού του κυνηγιού που αποδεκατίζει το λαό και να μη το επαναλάβει. Αλλά ο σουλτάνος έμεινε ασυγκίνητος. Κι όταν έμαθε από τον καϊμακάμη ότι εκτός από αυτούς τους νεκρούς που είδε υπήρχαν και άλλοι πολλοί του είπε:
-Δεν πειράζει! Θα πέθαιναν που θα πέθαιναν! Τι εδώ, τι αλλού!»
Ο Πιτόν ντε Τουρνεφόρ το έτος 1699 περνώντας από την Ανάφη λέει ότι έχει τόσες πέρδικες που οι κάτοικοι για να σώσουν τα σπαρτά τους οργανώνουν γύρω στο Πάσχα παγάνα και καταστρέφουν τ’ αυγά τους.
Τον ίδιο καιρό, στη Σαντορίνη τα ορτύκια ήταν τόσο πολλά, που πιάνονταν με την απόχη βεβαιώνει σε αναφορά του ο G. H. Olivier, ανώτερος Γάλλος κρατικός υπάλληλος. Αυτή η απόχη ήταν ένα στεφάνι με δίχτυ και ένα κοντάρι μακρύ δυόμιση μέτρα. Ο κυνηγός έριχνε τη απόχη πάνω σε ένα κλήμα ή μια μπαμπακιά κι ήταν σίγουρος πως θα έπιανε τουλάχιστον ένα πουλί.
Για τους περιστεριώνες της Τήνου η παλιότερη γραπτή μαρτυρία που υπάρχει χρονολογείται από το 1726. Η γνώση και εμπειρία της εκτροφής των αγριοπερίστερων σε περιστεριώνες μεταφέρθηκε από τους Ενετούς στην Τήνο αλλά και σε άλλα κυκλαδονήσια, όπως η Μύκονος κι η Σίφνος. Οι περιστεριώνες είναι χτισμένοι σε μέρη ανοιχτά, για να ξανοίγονται τα περιστέρια, με άφθονο νερό και ταυτόχρονα προστατευμένα από τους ανέμους. Οι Τηνιακοί εκτρέφανε τα περιστέρια για το κρέας τους, που το πάστωναν σε κιούπια με λάδι ή αλάτι, αλλά και για τα περιττώματά τους που θεωρούνται εξαιρετικό λίπασμα. Τα παλιά χρόνια χρησιμοποιούσαν επίσης τα φτερά, το αίμα και την καρδιά τους για να παρασκευάζουν θεραπευτικές κρέμες, ενώ, όσο κι αν ακούγεται βάρβαρο σήμερα, αποτελούσαν κι ένα θαυμάσιο στόχο για όσους επιθυμούσαν να εξασκηθούν στη σκοποβολή.
Το 1729 μεγάλος αριθμός πελαργών είχαν χτίσει τις φωλιές τους στη Σμύρνη. Αυτά τα πουλιά, κατά τον Ολλανδό ευπατρίδη Aegidius van Egmont, δίνουν την ευκαιρία στους κατοίκους για μια περίεργη διασκέδαση. Οι Σμυρνιοί τοποθετούν αυγά χήνας στη φωλιά του πελαργού κι όταν ξεκλωσσήσει η πελαργίνα και βγουν τα πουλιά, το αρσενικό βλέποντας πως το χηνόπουλο είναι διαφορετικό πουλί από το δικό του, αναστατώνεται και προκαλεί γενικό συναγερμό. Οι άγριες κρωξιές του συγκεντρώνουν στη φωλιά πλήθος άλλων πελαργών. Εκεί διαπιστώνεται η «μοιχεία» και αποφασίζεται να τιμωρηθεί η μοιχαλίδα για την καταισχύνη της. Τη θανατώνουν λοιπόν αμέσως με δυνατά ραμφίσματα. Στο μεταξύ ο πελαργός θρηνεί γοερά σε μιαν άκρη για την κακοτυχία που τον ανάγκασε να καταφύγει σε τέτοια σκληρά μέτρα.
Ένας ανώνυμος Γάλλος ταξιδιώτης που έφθασε στη Σμύρνη το 1739 γράφει στο χρονικό του ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν θείο δώρο να χτίσει ένας πελαργός φωλιά στο σπίτι τους. Είναι ευτυχία, έλεγαν. Δεν έχεις να φοβηθείς διόλου σ’ όλο το χρόνο από φωτιά και πανούκλα. Πιστεύουν ότι φεύγοντας οι πελαργοί κάθε χειμώνα πηγαίνουν για προσκύνημα στη Μέκκα.
Και ο Σουηδός βοτανολόγος Frederic Hasselquist σημειώνει κατά το 1750: Οι πελαργοί της Σμύρνης ήταν τα αγαπημένα πουλιά των Τούρκων. Αν τολμούσε κανένας χριστιανός να σκοτώσει λελέκι θανατωνόταν. Οι Οθωμανοί πίστευαν ότι τα σπίτια όπου οι πελαργοί έχτιζαν τη φωλιά τους είναι ευλογημένα.
Πολλοί Ευρωπαίοι περιηγητές που ταξίδεψαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του εθνικού ξεσηκωμού γράφουν στα χρονικά τους ότι οι Έλληνες στα χρόνια της σκλαβιάς μισούσαν τα λελέκια γιατί τα θεωρούσαν «τούρκικα πουλιά», σύμβολα κι αυτά της τυραννίας, κι ότι ύστερα από την επανάσταση διώχνοντας τους Τούρκους, φρόντισαν να αφανίσουν όχι μόνο ό,τι θύμιζε την οθωμανική τυραννία, τζαμιά, τούρκικα αρχοντικά, δημόσιες κρήνες, αλλά και τα λελέκια. Τα εξόντωσαν με το τουφέκι. Αυτό έγινε κυρίως στην Αθήνα ύστερα από την κατάληψη του φρουρίου το 1821. Αποθηριωμένοι οι αγωνιστές, όπως γράφει ο George Waddington, έδιωξαν όλα τα λελέκια που είχαν στήσει τις φωλιές τους στις καμινάδες των σπιτιών ή στις κολώνες των αρχαίων μνημείων.
Ένας άλλος περιηγητής, ο J. Hartley, έγραφε το 1828: «Η αντιπάθεια των Ελλήνων κατά των Τούρκων έφθασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε εξόντωσαν όλα τα λελέκια στον τόπο τους. Όταν τους ρώτησα γιατί, μου είπαν: «Το λελέκι είναι τούρκικο πουλί. Ποτέ δεν έχτιζε τη φωλιά του σε σπίτι ελληνικό αλλά πάντα σε τούρκικο». Φυσικά οι πελαργοί προτιμούσαν τα ψηλά σπίτια των Τούρκων αφεντάδων με τις απλόχωρες καμινάδες από τα ρωμέϊκα σπιτοκάλυβα που δεν πρόσφεραν καμιά προστασία.
Από τους περιηγητές έχουμε επίσης μαρτυρίες για τη χρησιμοποίηση των γερακιών στο κυνήγι. Το 1764 ο Richard Chandler, στο βιβλίο του Travels in Asia Minor περιγράφει μιαν εκδρομή που οργανώθηκε στον Υμηττό, όπου έγινε κυνήγι με γεράκια.
Ενώ το 1777, ο Sonnini de Manoncourt βεβαιώνει ότι υπήρχαν και γύπες στην Ελλάδα. “Τα αρπακτικά αυτά πουλιά τα λένε σκάνια. Το λίπος τους είναι πολύτιμο για τους ρευματισμούς. Στα νησιά βλέπεις το χειμώνα και φασιανούς. Έρχονται από τη Θεσσαλία. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης οι χωριάτες τους παχαίνουν και τους μεταφέρουν στην αγορά. Αφθονούν κυρίως στις Σέρρες. Τα καράβια που φθάνουν χειμωνιάτικα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης εφοδιάζονται με ζωντανούς φασιανούς σε κλουβιά. Κατά το ταξίδι τούς τρέφουν με στάρι.
Οι Τούρκοι της Μακεδονίας κυνηγούν τους φασιανούς με γεράκια. Μόλις δουν φασιανό στο φτερό αφήνουν να πετάξει το γεράκι κι εκείνο αναγκάζει το θήραμά του να κουρνιάσει σε ένα κλαδί. Κουρνιάζει και το γεράκι πλάι του. Αλλά είναι τόσο τρομοκρατημένος ο φασιανός που παθαίνει παράλυση και δεν έχει δύναμη να πετάξει. Έτσι ζυγώνουν οι κυνηγοί και τον πιάνουν με τα χέρια τους.
Τις κουρούνες των νησιών του Αιγαίου τις σκοτώνουν οι ψαράδες, τις κομματιάζουν και τις χρησιμοποιούν για δολώματα στα αγκίστρια τους”.
Ο Άγγλος επιστήμονας John Sibthorp, καθηγητής της Βοτανικής στην Οξφόρδη, το 1794 είδε στη Ζάκυνθο πώς κυνηγούσαν τα τρυγόνια οι αριστοκράτες του νησιού. «Εδώ το κυνήγι δεν αποτελεί ανταμοιβή σκληρού μόχθου. Οι Ζακυνθινοί ευγενείς είχαν τις πολυτέλειές τους. Ένας δούλος μετέφερε τα όπλα τους. Κάθονταν σε μια πολυθρόνα κάτω από μια ελιά και καρτερούσαν τα τρυγόνια για να τα τουφεκίσουν».
Αναφορές για κυνήγι με πυροβόλα όπλα υπάρχουν ήδη από το 16ο αιώνα. Το τουφέκι αύξησε κατά πολύ τη φονικότητα του κυνηγού και σε βεληνεκές αλλά και σε πλήθος θηραμάτων. Και η φονικότητα αυτή πολλαπλασιαζόταν με κάθε βελτίωση του βεληνεκούς, της ακρίβειας και της ταχυβολίας του όπλου με αποκορύφωμα τις επαναληπτικές καραμπίνες. Και όταν εισέβαλε το εμπόριο και η κερδοσκοπία, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για πάρα πολλά ζώα. Με ταχύτητα εξαφανίζονταν οι βίσονες, οι αγριόπαπιες, το ταξιδιωτικό περιστέρι, το κουάγκα, το οκαπί, ο αφρικανικός ελέφαντας, που σφαγιάστηκε για τους χαυλιόδοντές του, ο ρινόκερος για τις μαγικές και αφροδισιακές ιδιότητες που αποδίδονταν στο κέρατό του.
4000 είδη θηλαστικών και περισσότερα από 8500 είδη πτηνών, έπαψαν να υπάρχουν και μόνον κατά τη δεκαετία του '70 εξαφανίστηκαν 120 είδη θηλαστικών και 150 ποικιλίες πτηνών, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ίδρυμα Άγριας Ζωής (World Wildlife Fund), ενώ άλλα 900 είδη απειλούνται άμεσα με εξαφάνιση.
Η επέκταση των πόλεων, η επέκταση των αστικών περιοχών, η κατασκευή μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, οι προσχώσεις ελών και κοιλάδων, η παράχωση καλαμιώνων, η ισοπέδωση των λόφων και η αποψίλωση των δασών, θαμνότοπων και κάθε είδους άγριας βλάστησης, η καταστροφή βιοτόπων από τις επεκτάσεις οικιστικής και γεωργικής γης στερούν από τα ζώα και τα πουλιά το φυσικό περιβάλλον που χρειάζονται.
Η αυξανόμενη ρύπανση από βιομηχανικά απόβλητα, εντομοκτόνα, διαρροές και κηλίδες πετρελαίου και από την εισαγωγή στο περιβάλλον απορρυπαντικών και άλλων προϊόντων που δεν υπόκεινται σε βιολογική αποικοδόμηση οδηγούν μοιραία στην εξαφάνιση των πιο ευαίσθητων κρίκων της βιολογικής αλυσίδας μας.
-----
Μέγα μέρος των πληροφοριών αντλήθηκαν από το σπουδαίο πόνημα του Κυριάκου Σιμόπουλου “Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα”, από τον ημερήσιο ελληνικό τύπο των τελευταίων δύο αιώνων και από εξειδικευμένη βιβλιογραφία.
.....................................................
"Πουλιά του Αιγαίου", μια έκδοση της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας.
Εδώ στο Αιγαίο επέλεξαν να εγκατασταθούν πολλά είδη πουλιών, που με την πάροδο του χρόνου προσαρμόστηκαν στην ποικιλομορφία και τις ιδιαιτερότητες του Αιγαιακού περιβάλλοντος. Από εδώ επίσης διέρχονται οι μεγάλοι δρόμοι της μετανάστευσης των πουλιών.