Περί Ελεγχόμενων Κυνηγετικών Περιοχών στην Ελλάδα
Κυριάκος Ε Σκορδάς
Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος
ΠΑΝ-ΘΗΡΑΣ
Η ύπαρξη ελεγχόμενων κυνηγετικών περιοχών θεσπίστηκε ουσιαστικά πριν από 28 χρόνια, το 1975 με την ίδρυση της Ε.Κ.Π στην περιοχή Κόζιακα του Νομού Τρικάλων Μετά από το 1975 ιδρύθηκαν και άλλες περιοχές οι οποίες επιγραμματικά είναι:
Όσσας με περίπου 264.000 στρέμματα Σερρών με περίπου 246.000 στρέμματα Παρνασσίδας Άμφισσας με περίπου 240.000 στρέμματα Δωρίδας - Λιδορικίου με περίπου 18.000 στρέμματα Κόζιακα Τρικάλων με περίπου 484.000 στρέμματα Ενώ ειδικές περιοχές είναι και η νήσος Δία στην Κρήτη, η Σαπιέντζα στη Μεσσηνία, η Ε.Κ.Π Σποράδων, η Ε.ΚΧΙ Αταλοντονησίου στη Φθιώτιδα. Σήμερα οι περιοχές αυτές λειτουργούν σύμφωνα με όσα ορίζει ο Δασικός Κώδικας (Ν. 87/69), τον τροποποιητικό νόμο 177 του 1975 και το Προεδρικό Διάταγμα 453 του 1977. Επίσης προσθήκες υπάρχουν και στον πρόσφατο ψηφισθέντα στην Ελληνική Βουλή Νόμο για τα Δάση και τις Δασικές εκτάσεις.
Σκοπός ήταν η δημιουργία ειδικών περιοχών, όπου ο κυνηγός θα καρπωνόταν θήραμα με πληρωμή, τόσο για την είσοδο, όσο και για τον αριθμό των θηρευθέντων ζώων. Οι τιμές διαμορφώνονταν με ειδικές αποφάσεις. Στα σχέδια καλά. Ο δεύτερος επιμέρους σκοπός, που εν τέλει παραμερίστηκε ήταν η ύπαρξη ικανοποιητικού αριθμού θηραμάτων, που θα κάλυπτε την εκάστοτε ζήτηση. Ορισμένοι όμως ήταν μόνο αριθμολάγνοι, δηλαδή τους ενδιέφερε ο καθορισμός των τελών, η είσπραξη αυτών και η ύπαρξη πολλών θηραμάτων. Για τις εισπράξεις τα πράγματα ήταν στερεότυπα, όπως για τις εισπράξεις ενός μανάβικου. Όσο πιο πολλά κιλά πατάτες πουλάς, τόσο περισσότερα έσοδα θα έχεις. Αν όμως δεν είσαι μόνο μανάβης, αλλά είσαι και παραγωγός, δηλαδή αγρότης, τότε τα έσοδα σου δεν είναι μόνο πόσα κιλά έχεις πουλήσει, αλλά πρέπει να συνυπολογίσεις το κόστος καλλιέργειας και συγκομιδής, το κόστος των υποδομών σου, το κόστος των υλικών (σπόροι, γεωργικά φάρμακα) και τα απαραίτητα εργατικά και τις αποσβέσεις των μηχανημάτων σου, γιατί το καλό σου τρακτέρ σε λίγα χρόνια ίσως να είναι μη αποδοτικό και πρέπει να αγοράσεις άλλο. Είναι ένα επιπλέον κόστος, που ουσιαστικά είναι η επένδυση για να εκσυγχρονίσεις την αγροτική σου επιχείρηση.
Οι ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές επίσης ως επιχειρήσεις λειτουργούν, μόνο που είναι δημόσιες, μπαίνουν κάθε χρόνο "μέσα" και ουδείς καλείται να καλύψει την οικονομική ζημιά, εκτός από τον Έλληνα φορολογούμενο, ανάμεσα τους και τους Έλληνες κυνηγούς. Για θέματα εκσυγχρονισμού και ποιότητας θηραμάτων μάλλον για αστείο ομοιάζει. Επειδή όμως κανείς δεν χρειάζεται να απολογείται η κατάσταση διαιωνίζεται ώστε σήμερα οι Ελεγχόμενες Κυνηγετικές Περιοχές της χώρας να είναι πρότυπα προς αποφυγήν, ενώ ο σκοπός του ήταν να λειτουργούν ως πρότυπα για εφαρμογή ορθολογικής θηραματικής διαχείρισης.
Δεν θα αναφερθώ σε λεπτομέρειες, γιατί αυτά είναι γνωστά και έχουν κατά καιρούς παρουσιαστεί από το περιοδικό μας, αλλά και από άλλα κυνηγετικά έντυπα. Δεδομένο είναι ότι ομιλούμε για κακή ποιότητα θηραμάτων και για ελλιπή διαχείριση, και για μεγάλη οικονομική ζημία ή έστω κόστος για το ελληνικό Δημόσιο. Γιατί ακόμη και μια χρονιά να είναι "κερδοφόρα", τι γίνεται με τις δεκαετίες που χρήματα εξανεμίστηκαν και που μια αναφερόμενη πρακτική στη βιβλιογραφία, δηλ. η δημιουργία οργανωμένων ελεγχόμενων κυνηγετικών περιοχών στην Ελλάδα δεν έχει καμιά επιστημονική εγκυρότητα;
Το παράδοξο όμως είναι ότι κατά καιρούς βλέπουμε και νέες προτάσεις για ίδρυση και άλλων τέτοιων περιοχών. Αν δεν συμμαζευτούν και νοικοκυρευτούν οι ήδη υπάρχουσες είναι άτοπη οποιαδήποτε συζήτηση. Και αυτή αποτελεί σταθερή στάση και των κυνηγετικών οργανώσεων. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει ότι προτάσεις για δημιουργία Ε.Κ.Π έρχονται πια και από τους Φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αδυναμία σκέψεων για περιφερειακή ανάπτυξη οδηγεί στη διατύπωση προτάσεων, όπου δημοτικές εκτάσεις θα μετατραπούν σε Ε.Κ.Π, υπό το καθεστώς μια ιδωτικοοικονομικής δημοτικής επιχείρησης ή πιο απλά με εκμίσθωση σε ιδιώτη, ώστε ο Δήμος να πάρει από την αρχή σίγουρα χρήματα. Ποιος θα πληρώσει; Καταρχάς οι ντόπιοι κυνηγοί, που στα μέρη που κυνηγούσαν ελεύθερα έως τώρα θα πληρώνουν είσοδο. Το δεύτερο ερώτημα είναι ποιος θα καλύψει το κόστος περίφραξης, μια αναγκαία αλλά και τεράστια δαπάνη, ειδικά για το κυνήγι τριχωτών ή για την έμφαση στο κυνήγι οπληφόρων; Αιρετοί άρχοντες επικαλούνται ευρωπαϊκά κονδύλια και άλλες χρηματοδοτήσεις, που θα "ρίξουν" στο άπατο βαρέλι μιας λανθασμένης πρακτικής. Ο κυνηγετικός κόσμος είναι κάθετα αντίθετος σε αυτά τα μοντέλα. Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι η μορφή του κυνηγιού στην Ελλάδα, έχει πολιτιστική σημασία, αποτελεί παραδοσιακή δραστηριότητα όπου ιστορικά απουσιάζουν τέτοια μοντέλα.
Το κυνήγι στην Ελλάδα δεν έχει καμιά σχέση με τη φεουδαρχική αντίληψη, τη λογική της ολιγαρχίας, ούτε ποτέ συνδέθηκε με την άρχουσα τάξη, ούτε μάλιστα με την αστική τάξη. Αποτελεί μια στη ουσία "λαϊκή" δραστηριότητα, όπου τόσο οι χρήστες κυνηγοί πληρώνουν για την άσκηση της θήρας, ενώ και το Κράτος εισπράττοντας μεγάλα ποσά κάθε χρόνο όφειλε να διασφαλίσει την αφθονία θηραμάτων και την καλή κατάσταση των βιοτόπων τους. Αυτό ως γνωστόν δεν το έπραξε. Ίδρυσε και τις Ε.Κ.Π για την εξομάλυνση κάποιας κατάστασης στο δόγμα ... "τουλάχιστον όποιος έρθει σε μια Ε.Κ.Π. κάτι θα μπορέσει να κτυπήσει", αδιαφορώντας για την ποιότητα θήρας και την φυσιογνωμία του Έλληνα κυνηγού που επιζητά τη διατήρηση της μακρόχρονης σχέσης του με τη φύση και όχι την ...παροχή "κοτοπουλοποιημένων θηραμάτων". Εκτός αν στόχος είναι η προσέλκυση άλλων ατόμων έξω έως τώρα από τον κυνηγετικό κόσμο, που δεν θα τους "χαλούσε" ένα Σαββατοκύριακο να πάνε σε μια τέτοια περιοχή, την άλλη βδομάδα να δοκιμάσουν ποδηλασία και μια άλλη φορά να πάνε για καγιάκ σε μια λίμνη. Ως όχι του αστικού πληθυσμού, μπορεί να υιοθετηθεί στη μορφή που είναι και τώρα, καθώς και στην ικανοποίηση που μπορεί να προσφέρει σε κυνηγούς μεγάλους σε ηλικία, που όντως είναι πολύ πιθανόν να βάλουν κάτι στην τσάντα. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με το μεγάλο κόστος λειτουργίας αυτών των περιοχών και κάνουν ακόμη πιο πρόχειρο τον όποιο σχεδιασμό των Φορέων της Αυτοδιοίκησης για μετατροπή δημοτικών τους εκτάσεων σε Ε.Κ.Π. Ο νέος νόμος για τα δάση προβλέπει την ίδρυση και σε μη δημόσιες εκτάσεις.
Αντί όμως να επαναλαμβάνουμε λάθη ας αξιοποιήσουμε τη θήρα ως μοχλό ανάπτυξης της περιοχής μας και όχι ως ευκαιρία "περίφραξης" της υπαίθρου. Αντί να ομιλούμε για ίδρυση νέων Ε.Κ.Π. ας συλλογιστούμε πιο απλά.
Ένα παράδειγμα σκέψης θα εκθέσω. Έστω ότι σε μια περιοχή στην ελληνική περιφέρεια, π.χ. στο Ν. Έβρου, ο τοπικός Δήμος σκέφτεται να αυξήσει τα έσοδα του ιδρύοντας μια Ε.Κ.Π, μια απλή οικονομικοτεχνική μελέτη θα καταδείξει ότι το κόστος ίδρυσης και λειτουργίας είναι τεράστιο. Δεν θίγουμε βέβαια θέμα ποιότητας, ούτε κατάστασης βιοτόπων, τα οποία επιτυγχάνονται μόνο με σοβαρές μελέτες και συνεχή φροντίδα και διαχείριση.
Το γεγονός ότι κάποιοι έχουν στο μυαλό τους μια περιοχή να την μετατρέψουν σε Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή σημαίνει αυτόματα ότι η περιοχή αυτή έχει υψηλή θηραματική σημασία, αλλιώς δεν θα είχε νόημα να συζητάμε για αυτή. Επίσης πρέπει να υπάρχουν ενδείξεις ότι η περιοχή αυτή αποτελεί χώρο προτίμησης πολλών κυνηγών. Αντί λοιπόν αυτή την προτίμηση να την ενισχύσουμε και να βελτιώσουμε τη θηραματική αξία, κάνουμε λύσεις φυγοπονίας, που η έως τώρα ελληνική πρακτική έχει δώσει απογοητευτικά αποτελέσματα. Οι έως σήμερα λειτουργούσες Ε.Κ.Π. δεν λειτουργούν με ικανοποιητικό τρόπο, δεν προσφέρουν αφθονία θηραμάτων, δεν αποτελούν χώρους ενίσχυσης του ενδημικού θηράματος (κυρίως λόγω του τρόπου εμπλουτισμού αυτών των περιοχών), δεν ικανοποιούν τις ανάγκες του σημερινού κυνηγού (πέραν ίσως του γεγονότος ότι κάποια είδη μόνο εκεί μπορεί κάποιος να τα θηρεύσει), ενώ η κατάσταση των βιοτόπων είναι κατά το μάλλον υποβαθμισμένη ή τουλάχιστον δεν εφαρμόζεται ολοκληρωμένη διαχείριση.
Αν λοιπόν θέλουν να αναπτύξουν τη θήρα ας επενδύσουν ώστε να κάνουν έργα αναστροφής της υποβάθμισης των βιοτόπων, ας προσφέρουν υπηρεσίες ποιότητας στην άσκηση της θήρας, ας επενδύσουν στη δημιουργία ξενώνων διαμονής, χώρων φιλοξενίας των κυνηγετικών σκύλων σύνδεσης της θήρας με την τοπική οικονομία.
Τότε και νέες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν και οι ντόπιοι κυνηγοί θα εξυπηρετηθούν και οι επισκέπτες κυνηγοί θα νιώθουν ότι βρίσκονται σε φιλόξενη γη και ο αλληλοσεβασμός θα προαχθεί. Ας παραμερίσουμε την κερδοσκοπική αντίληψη. Διότι οι ίδιοι οι κυνηγοί, από τους οποίους έσοδα προσδοκούν θα απορρίψουν τέτοιες παρωχημένες ιδέες, διότι διαθέτουν άλλωστε την κρίση να δούνε πως κάποιοι βρίσκουν άλλον έναν τρόπο να υφαρπάξουν χρήματα από τον κυνηγετικό κόσμο, χωρίς αυτά να ξανά επενδυθούν προς όφελος της θήρας και της άγριας πανίδας. Προς το παρόν ούτε καν τους ρωτάνε.
Προσωπικά θα πρότεινα σε κάποιον Φορέα Αυτοδιοίκησης που θέλει να συμπεριλάβει τη θήρα ως μέσο για την περιφερειακή ανάπτυξη να αποφύγει τα στεγνά εισπρακτικά κριτήρια, παρόμοια με τη λογική δημοπρασιών των δημοτικών αναψυκτηρίων. Τουλάχιστον στις Δημόσιες Ε.Κ.Π αυτές έχουν ένα ιδανικό στόχο, αυτόν της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Επίσης όλα τα έσοδα που προέρχονται από την εκμετάλλευση των θηραμάτων πήγαιναν ή έπρεπε να πηγαίνουν στο Κεφάλαιο Θήρας. Δυστυχώς σε άλλη περίπτωση η λειτουργία θα κινείται στη λογική μιας καθαρά κερδοσκοπικής επιχείρησης. Κανένα έσοδο και καμιά υποχρέωση προς όφελος του κυνηγετικού κόσμου.
Ίσως θα είχε ενδιαφέρον να αναλάβει τη λειτουργία μιας τέτοιας περιοχής κάποια κυνηγετική οργάνωση, στο πλαίσιο ανάπτυξης πρότυπης λειτουργίας, σε αντιστοιχία που περιβαλλοντικοί φορείς αναλαμβάνουν στη Γαλλία τη διαχείριση υγροτοπικών οικοσυστημάτων.
Όσο για την ίδρυση νέων Ε.Κ.Π από το Δημόσιο, ας νοικοκυρευτούν αυτές που ήδη λειτουργούν και μετά να το ξανασυζητήσουμε.