Άδεια κολάρα
Βγήκε απ' τα πυκνά και στάθηκε στην άκρη της ρεματιάς. Με μια κυκλική κίνηση του κεφαλιού η μύτη σάρωσε το ρέμα. Κίνησε με αποφασιστικό βήμα για τον πεσμένο πεύκο και τέσσερα μέτρα μακρυά μαρμάρωσε με το βήμα μετέωρο.
Το κεφάλι καρφώνει το σημείο, τα μάτια με ψάχνουν και ο χρόνος παγώνει.
Δεν υπάρχει φωτογραφία ν' αποθανατίζει τη στιγμή, αλλά η εικόνα είναι χαραγμένη ανεξήτιλα στο μυαλό μου. Για πάντα. Ούτως ή άλλως η στιγμή αφορά εμένα, αυτόν και το πουλί και μόνο.
Ο ήλιος έχει γείρει κι εμείς πίνουμε καφέ στη παραλία. Πριν από λίγο πατήσαμε στεριά. Φορτώσαμε πράγματα και σκυλιά στ' αυτοκίνητο και βάλαμε τις πέρδικες στον πάγο. Το Κάβο Ντόρο μας χόρεψε για τα καλά μέσα στο μικρό ταχύπλοο. Κοιτάω τ' αυτοκίνητο μπροστά μας. Είναι ξαπλωμένος πάνω στη θήκη του όπλου με το βλέμα καρφωμένο πάνω μου, όπως πάντα. "Gun dog" σκέφτομαι. Έτσι θα ονόμαζα τη φωτογραφία αν είχα τη μηχανή, κρίμα.
"Τσάφι" το λένε στη Θεσσαλία. Ο τόπος είναι άσπρος απ' την πρωινή παγωνιά. Το κουδούνι αντηχεί χαρωπά μέσα στα έλατα και τα δάκτυλα μου είναι παγωμένα γιατί τα γάντια είναι κομένα. Σε λίγο θα ξέρω αν τα πουλιά είναι εδώ. Αυτός θα τα βρεί... σίγουρα.
Ανοίγω την πόρτα και τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω μου. Περιμένει ανυπόμονα το σήμα για να πέσει πάνω μου να πάρει τα χάδια του. Το σήμα είναι να βγάλω τη γραβάτα!
Η ζέστη είναι ανυπόφορη, η γη έχει σκάσει απ' τη δίψα. Το ορτύκι τινάζεται μπροστά του. Σταματάει, με κοιτάει... "Τι το θέλω κι έρχομαι Αυγουστιάτικά; Του χρόνου άδεια μετά τις 10 Σεπτέμβρη"...
"Που διάολο είναι πάλι;"
Κάτι που ασπρίζει μέσα στο μπαΐρι τραβάει τη ματιά μου. Το πουλί με το σκύλο στη δίνη της φέρμας. Πλησιάζω, "ποιό Σεπτέμβρη!".
Ανοίγω την πόρτα και τα μάτια δεν είναι εκεί...
Βγάζω τη γραβάτα και κανείς δεν πέφτει πάνω μου...
Πιάνω το κολάρο απ' το ράφι και το κουδούνι ηχεί θλιμένα.
Εικόνες συνωστίζονται στο μυαλό μου. Σκουπίζω το δάκρυ.
"Πόσο τυχερός είμαι που διασταυρώθηκαν οι ζωές μας μικρούλη".
Βάζω το κολάρο πίσω στο ράφι. Ένα τελευταίο ντιν απ' το κουδούνι.