Smokey

... Αμυδρά ο σκύλος συνειδητοποίησε πως βρισκόταν στο μέρος με τις πιό ευτυχισμένες αναμνήσεις του. Εδώ είχε περάσει τους Οκτώβριους της ζωής του. Όντας ακόμα κουταβάκι με ψηλόλιγνα και άγαρμπα πόδια και φακιδιασμένη μουσούδα, φέρμαρε το πρώτο πουλί για Αυτόν. Και έμαθε το σκοπό της ζωής του-να ανακαλύπτει τα πουλιά του δάσους που κουβαλούσαν τον ήχο της βροντής στα φτερά τους, να τα φερμάρει για Αυτόν, και να επαναφέρει το χτυπημένο θήραμα για να απολαύσει τη θερμή επιδοκιμασία Του και το χάιδεμα από το χέρι Του στο κεφάλι του.

Έτσι μεγάλωσαν μαζί κάνοντας αυτά που και οι δυό λάτρευαν. Όλο το νόημα της ύπαρξης συμπυκνωνόταν σε μια λαμπρή φθινοπωρινή ημέρα, περίπατο στο δάσος, τον κτύπο των φτερών, τη μυρουδιά της μπαρούτης, και σε ένα μοιρασμένο σάντουιτς από την τσέπη του παλιού κυνηγετικού τζάκετ.

Ο σκύλος προχώρησε αθόρυβα ανάμεσα στο χρυσαφένιο φθινοπωρινό δάσος. Το βήμα του επιβραδύνθηκε, και έμοιαζε σαστισμένος καθώς κοίταζε αόριστα τριγύρω του. Σκόνταψε αρκετές φορές, ανασαλεύοντας τα φύλλα του δάσους κάτω από τα πόδια του.

Ξαφνικά του ήρθε, σαν τον κρυστάλλινο ήχο μιας νότας, σαν κρύο νερό στη ραχοκοκκαλιά του, η πιό θαυμάσια οσμή του κόσμου. Σιγά, ανεπαίσθητα, έστρεψε το κεφάλι του, με τη μύτη του να το οδηγεί στην κατεύθυνση του πουλιού. Το ένα από τα μπροστινά του πόδια έμεινε στον αέρα ακίνητο. Έσκυψε ελαφρά μπροστά, τα πίσω πόδια ανοιχτά και η φουντωτή ουρά του ορθομένη.

Και ήταν εκεί -τα πουλιά! Ένα ζευγάρι πίσω από μια μικρή συστάδα θάμνων. Τα μάτια τους συναντήθηκαν, του σκύλου και των πουλιών. Και ήταν κι Αυτός εκεί. Ο γέρικος σκύλος ένιωθε την παρουσία Του ακριβώς πίσω του, κι έτσι έμεινε ακίνητος.

Απ΄τις άκρες του στόματός του έτρεξε σάλιο. Γύρισε τα μάτια του για να δεί αν Αυτός ερχόταν ή περίμενε. Ήξερε πως αυτή τη φέρμα μπορούσε να την κρατήσει για πάντα, αλλά αισθανόταν την κούραση να τον βαραίνει τραβόντας τον κάτω.Με ένα βαθύ αναστεναγμό, ο γερο σκύλος βυθίστηκε στο έδαφος, η ουρά του τεντωμένη ευθεία και το κεφάλι του ακουμπισμένο στο έδαφος, αλλά ακόμη φερμαρισμένο στα ανήσυχα πουλιά.

Για μια ατέλειωτη στιγμή, επικράτησε απόλυτη ησυχία στο δάσος, δεν κελαϊδησε πουλί, δε φύσηξε αέρας ούτε φύλλο δεν ακούστηκε. Υπήρχαν μόνο οι ηλιαχτίδες που διαπερνόντας τα δένδρα φώτιζαν τα χρυσαφένια φθινοπωρινά φύλλα και την άσπρη, μαύρη και χρυσή μορφή που κείτονταν πάνω τους. Ένα μεγάλο πλατανόφυλλο, φλεβιασμένο και καφετί σαν ανδρικό χέρι, ξεκόλησε απ το δένδρο. Αιωρήθηκε σιγά, στριφογυρίζοντας, ώσπου ήρθε και κάθησε στο κεφάλι του σκύλου. Το γέρικο σκυλί έκλεισε τα μάτια του, καθώς αισθάνθηκε ξανά το πιό απαλό άγγιγμα του κόσμου.