Φωτο από Βικιπαίδεια
, άρθρο από artinews.grΌταν ξύπνησαν το πρωί στην καλύβα βρήκαν τον λαφιάτη νεκρό πάνω από τα κεφάλια τους. Εκεί πήγε να ξεψυχήσει. Στο σπίτι του. Δίπλα στους δικούς του. Κι ας ήταν αυτοί που τον σκότωσαν. Συνέβη στη Θάσο δεκαετίες πριν, τότε που η σχέση των ανθρώπων με τη φύση, το ζωικό βασίλειο και εν προκειμένω με τα φίδια ήταν βιωματική. Ήταν μέρος της καθημερινότητας. Όχι, δεν είχαν όλοι οι Θάσιοι και από ένα φίδι οικόσιτο. Αλλά δεν ήταν λίγοι αυτοί που εξημέρωναν λαφιάτες. Η διαδικασία της εξημέρωσης ήταν όπως λέγανε οι παλιοί απλή. Λίγο γάλα σε ένα τσανάκι και μέρα με τη μέρα ο λαφιάτης ξεθάρρευε ώσπου γινόταν σαν πιστό σκυλί. Ένα "σκυλί" που ήταν γάτος και σκύλος μαζί, αφού στη διάρκεια της ζωής του μπορεί να φάει ίσαμε 1.000 τρωκτικά.
Ο λαφιάτης της ιστορίας είχε εξημερωθεί σε ένα μεγάλο κτήμα, όπου υπήρχε μια καλύβα στην οποία κατέλυαν μια δυο φορές το χρόνο: Στην ελαιοσυλλογή και το κλάδεμα κατά κύριο λόγο. Έτσι γινόταν τότε, επειδή τούτο επέβαλαν οι αποστάσεις. Όταν δουλεύεις από το πρώτο φως της αυγής μέχρι τη νύχτα δεν είναι ό,τι καλύτερο μια πεζοπορία 10-15 χιλιομέτρων ως το σπίτι. Όχι πως δεν γινόταν κι αυτό, αλλά ήταν πολύς ο χαμένος χρόνος και οι νοικοκύρηδες φρόντιζαν να έχουν καλύβες στα μεγάλα κτήματα.
Κάποια στιγμή, οι γυναίκες της οικογένειας αποφάσισαν πως ο λαφιάτης συνιστά κίνδυνο για τα παιδιά. Είπαν, ξανάπαν, γκρίνιαξαν ώσπου έπεισαν τον νοικοκύρη να διώξει το φίδι. Μα αυτός το... αμελούσε. Πώς να το διώξει; Ούτε το φίδι έδειχνε διάθεση να φύγει από το σπίτι του. Από τους δικούς του. Κάποια μέρα η γκρίνια του θόλωσε το μυαλό. Πήρε μια κάμα και όρμηξε στον λαφιάτη. Το φίδι χώθηκε σε μια πεζούλα για να ξεφύγει, αλλά ήταν μεγάλο. Δε χωρούσε. Οργισμένος αυτός το χτυπούσε με το μαχαίρι όπου έβρισκε. Ξανά και ξανά. Με μανία. Ο βαριά τραυματισμένος λαφιάτης κατάφερε να διαφύγει.
Δεν πήγε μακριά. Κάποια στιγμή τη νύχτα μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και πήγε στην καλύβα. Έγειρε πάνω από τα κεφάλια τους, έτσι όπως κοιμούνταν ξαπλωμένοι καταγής, και ξεψύχησε.