Γράφει η ΔIONYΣIA ΠOYΛAKH-KATEBATH Συγγραφέας-Kαθηγήτρια Oικιακής Oικονομίας
O ΔOΝ ΚΙΧΩΤΗΣ όπως περιγράφεται από τον συγγραφέα του τον Θερβάντες, ήταν κόκαλο γερό, ξερακιανός , με πρόσωπο αδύνατο πολύ πρωινός στο ξύπνημα και μερακλής στο κυνήγι! O Δον Κιχώτης κυνηγά με πείσμα την άπιαστη χίμαιρα ονειροπολεί το αδύνατο και περιπλανιέται σε κόσμους πέρα από την πραγματικότητα.
Επιθυμεί και επιδιώκει τη φυγή. Έτσι κάπως ξεκινάει και ο κυνηγός! Επιθυμεί τη φυγή και από κανονικός άνθρωπος γίνεται ο τύπος μιας αιώνιας και πρωτόγονης ορμής.
Όταν ξεκινά τις διαδικασίες και τις ετοιμασίες του κυνηγίου γίνεται αγνώριστος ονειρεύεται ότι θα συναντήσει αμέτρητα κοπάδια από πουλιά και τριχωτά…
Από την ίδια στιγμή που επιθεωρεί το τουφέκι του είναι ήδη ο περιπλανώμενος των ορέων! Είναι ο περιπλανώμενος, αλλά καθόλου ιππότης. Σκοτώνει και πολλοί το θεωρούν αποτρόπαιο και απαράδεκτο, αλλά φανείτε παρακαλώ μεγαλόψυχοι έστω για μια φορά στη ζωή σας!
Θέλει ο κυνηγός μας, επιθυμεί και ονειρεύεται, να βρει μπροστά του σύννεφα από πετούμενα και από λαγούς!
Κατεβάζει μια βαλίτσα βαρύτατη, ασήκωτη που όλο τον καιρό κοιμάται σιωπηλά σε κάποιο ράφι μιας αποθηκούλας και ξυπνά με άγριες διαθέσεις σκοτωμού μόλις βάλει την άδεια στην τσάντα. Εσύ η ανίδεη ρωτάς!
-Τόσες πολλές σφαίρες έχει εκεί μέσα; Και θα τις ρίξεις όλες αυτές;
Μα κυρά μου, σου απαντά, δεν τα λένε σφαίρες! Είναι φυσίγγια και μην αρχίσεις να σχολιάζεις γιατί Να! Δεν θα κάμω τίποτα!
Και παίρνει φόρα από την βαλίτσα στην άλλη άκρη του δωματίου για να διώξει το κακό μάτι!
Ξέρετε ότι ο κυνηγός και ο ψαράς είναι δεισιδαίμονες! Άκουσα πολλές φορές στο παραθαλάσσιο χωριό μου ότι ο ψαράς γύρισε πίσω ασυζητητί όταν συνάντησε την τάδε γυναίκα το πρωί, που ξεκίνησε για ψάρεμα!
-Και που είναι όλα αυτά τα πουλιά που μου λες; ρωτάω εγώ η ανίδεη γυρίζω από μικρή στους κάμπους και στα μονοπάτια και στις εξοχές και τόσα πουλιά δεν είδα ποτέ μου!
-Θα δεις κυρά μου, θα δεις. Τα πουλιά έχουν περάσματα, περνάνε σαν σύννεφα τα τρυγόνια!
Εξάπτεται η φαντασία μου και μάλλον απίστευτα μου φαίνονται όλα τούτα, λέω με νου μου, ότι είναι χίμαιρες του Δον Κιχώτη!
Όμως αργότερα μυήθηκα αρκετά, έγινα ένας τέλειος Σάντσο Πάντσα (ο πιστός υπηρέτης του Δον Κιχώτη!).
O Ιωάννης Μεταξάς είχε απαγορεύσει το κυνήγι στην άλλη Ελλάδα και άφησε αυτό το προνόμιο μόνο στη Ζάκυνθο. Να κυνηγούν τον Απρίλη το πέρασμα των τρυγονιών. Τα καλύτερα πόστα είναι στις Ντορέτα. Εκόστιζαν 70.000 και 50.000 και 40.000 δραχ., αναλόγως με το πέρασμα. Αυτά βέβαια στην δεκαετία του 1970 γιατί και μέχρι σήμερα το 2013 το απριλιάτικο κυνήγι των τρυγονιών έχει απαγορευθεί.
Το πρώτο πέρασμα είναι τα Στροφάδια. Μόλις παίρναν οι Ζακυνθινοί το μήνυμα ότι φάνηκαν τα πουλιά, έτρεχαν στα πόστα τους άφηναν εργασία, δημόσια η ιδιωτική, σφαντάλωναν τα μαγαζιά τους και τρέχουν –τρέχουν να προλάβουν τις τουφεκιές, οι δε Ζακυνθινές κάνουν το σταυρό τους και προσεύχονται «Άγιε μου Διονύση, βουρλισέ τα!». Όλα αυτά αποτελούν πλέον λαογραφική αφήγηση αφού το ανοιξιάτικο κυνήγι έχει απαγορευθεί.
Έτσι βρεθήκαμε και μείς φιλοξενούμενοι σε ένα αξεπέραστο πόστο, εκείνη την εποχή!
-Μείνετε εδώ μας λέει ο φίλος και μην κουνιέστε καθόλου Φεύγει, κάνει δυο βήματα και ξαναγυρίζει με ύφος συνωμοτικό.
- Αν σας ρωτήσει κανείς από πού είστε, μην πείτε από την Κεφαλονιά, από την Αθήνα είμαστε να του πείτε!
O λόγος θα είναι επειδή ο Κεφαλλονίτης γέλασε τον Ζακυνθινό με το καναρίνι!
Κοιτάμε λοιπόν τον ουρανό να μη μας ξεφύγει τουφεκιά, λες και μέσα στην κοιλιά τους τα τρυγόνια κουβαλάνε διαμάντια από την Αφρική! Και μαυρίζει ο ουρανός από τις «φλότες» και ζαλίζομαι από το πλήθος τους και τα σμπάρα. Μέσα στον αναβρασμό ακούγονται πολλές φορές και υποτιμητικές ατάκες, όπως αυτή που ακούσαμε στον κάμπο της Άμφισσας: μια τουφεκιά, δυο τουφεκιές, τρεις τουφεκιές και η τσίχλα φεύγει ανενόχλητη και κάποιος που βλέπει τα γενόμενα, δεν αντέχει και φωνάζει:
Βγάλε μαχαίρι μωρεεέ!
Και στην Ζάκυνθο κάποιον αποτυχημένο κυνηγό τον φωνάζανε μπομπότα! Α, ρε Μπομπότααααα!
Η μπομπότα είναι το ψωμί που γίνεται από καλαμποκάλευρο. Η μπομπότα έσωσε πολλούς ανθρώπους την περίοδο της μεγάλης πείνας στην κατοχή και μακάρι να υπήρχε! Πως όμως έγινε υβριστικό παρατσούκλι, δεν το κατάλαβα ακόμα!
Oι Ζακυνθινοί εν τούτοις, είναι δεινοί και φημισμένοι για την σκοπευτική τους δεινότητα.
Στο βιβλίο του Σπύρου Μελά «O γέρος του Μωριά», στη μεγάλη μάχη της Γράνας που επινόησε ο Κολοκοτρώνης για να κάμει τον τάφο πολλών Τούρκων, αναφέρονται τα εξής:
«Η μεγαλύτερη συφορά στους Τούρκους γίνηκε στην άκρη του Μύτικα, που περνάει ο δρόμος για τα Καλάβρυτα. Το κεφάλι της Γράνας το κρατούσαν οι Ζακυνθινοί. Ήταν οι περισσότεροι κυνηγοί περίφημοι, δεν έχαναν βόλι. Πολεμούσαν με κέφι και τα αστεία τους έκαναν τους άντρες να γελάνε μέσα στον πιο μεγάλο βρασμό της μάχης.
-‘Έντονες (νάτος) και τούτος! Ω! τι άσκημο λείψανο θα κάμει!
-Κράτει καλά τζόγια μου το διάολο του κεφαλιού σου, τη σερβέτα σου!(μαντήλι).
O φίλος μου ο Γιάννης από τη Ζάκυνθο, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να αντιπροσωπεύει επαξίως και το καλαμπούρι και τη σκοπευτική δεινότητα του τόπου του.
Έχει μια λαστιχένια (σφεντόνα) και με αυτή κάνει θραύση στα σαμιαμίδια που βολτάρουν στον τοίχο του εξοχικού του σπιτιού. Μια λαστικιέρα! Κάτου το σαμιαμίδι! Διονυσία κοίτα! μου λέει και το διασκεδάζει και μέχρι να δω κόβει με το χαλικάκι της λαστικιέρας στα δύο το σαμιαμίδι! Γελάσαμε πολύ!
Αλλά δεν τελειώνει εδώ η κυνηγετική μου παιδεία! Μικρό παιδί όταν ήμουν η αγαπημένη μου θεία με διασκέδαζε, μα κρατούσε αγκαλιά και τραγουδούσαμε:
Κυνηγός που κυνηγούσε,
εις τα όρη μια φορά
έτυχε να συναντήσει
μια μικρή καλογραιά
καλογραία μου της λέει,
το όνομά σου επιθυμώ
το όνομά σου
και ας πεθάνω
εις το ερημοκλήσι αυτό.
Το όνομά μου δεν στο λέω
γιατί θέ να λυπηθείς
γιατί συ ήσουν η αιτία
καλογραία να με βρής.