«Πέσανε μπεκάτσες» έλεγαν εκείνα τα πρώτα χρόνια στο γενέθλιο τόπο, στη Λακωνία, όταν αγρίευε ο καιρός και η παγωνιά απλωνόταν σαν μαγνάδι. Βέβαια δεν έπεφταν οι μπεκάτσες, απλώς έφταναν πεινασμένες μέχρι τα χωράφια και τους κήπους διωγμένες από τους λόγκους της Κριθίνας και από τις πλαγιές της Βαβύλας, βουνά ψυχοπαίδια του Πάρνωνα, αφιλόξενα τώρα λόγω ψύχους, για τις βασίλισσες που κατέφευγαν στην επικράτειά τους.
Βασίλισσες από τις χώρες του Βορρά. Γι' αυτό και μεγαλόσωμες και με ράμφος επίμηκες. Και μια ιδέα αγέρωχες. Κατέβαιναν αναζητώντας τον επιούσιο. Αν και με τη νύχτα έχουν άριστες σχέσεις· νύχτα με πανσέληνο ή με καινούργιο φεγγάρι ξεκινούν τις μεταναστεύσεις τους. «Οχι στο καρτέρι της μπεκάτσας! Είναι άνανδρο να φονεύεις έτσι τη βασίλισσα του δάσους!» συμβούλευαν οι έμπειροι κυνηγοί τους νέους. «Καλύτερα μια μονάχα και με φέρμα». Αμ' δε. Η βασίλισσα γινόταν άφαντη. Το πτέρωμά της, με το συνδυασμό των χρωμάτων του δάσους, της παρείχε κάλυψη. Η οξύτατη ακοή της έπειτα· και τα μεγάλα της ολόγλυκα μάτια.
Μεγαλομάτα, Βελουδομάτα, Μακρομύτα Αφέντρα, Γαλαζοπόδαρη, Τσιγγάνα, Βασίλισσα, Κυρά, Μυστηριώδης, Ξυλόκοτα, Σουλτάνα, Ασκαλώπας, τέλος δεν έχουν τα ονόματα που της χαρίστηκαν. Η μαγική ιστορία του πουλιού αυτού είναι γεμάτη κινδύνους αλλά και θρύλους. Ο λαός μας πιστεύει ότι στα σπλάχνα της κρύβεται μαργαριτάρι και ότι τα σωθικά της είναι μαργαριταρένια. Εχει δε τραγουδήσει: Της πέρδικας το πέταγμα, του τρυγονιού το νάζι, και της μπεκάτσας το πρα-πρα μες στην καρδιά με σφάζει. Τα γενναίο πουλί ήταν ο Σκολόπαξ για τους αρχαίους Ελληνες. «Επί δένδρων ου καθίζουσιν αλλ' επί της γης» έγραψε γι' αυτές ο Αριστοτέλης. Είναι τρεις μέρες τώρα που ένα ζευγάρι βασίλισσες έχει εγκατασταθεί μες στις μυρτιές του κήπου μας. Περπατώ και τριγυρνώ αθόρυβα για να μην ταράξω «τις ξανθές μουσαφίρισσες που φέρουν μέσα τους αρχαίους νόμους», ενώ ανακαλώ λόγκους και απλωσιές.