Μελωδία

Μελωδία

Σύγκριση με ΜΗ ΘΗΡΕΥΣΙΜΑ είδη με τα οποία μπορεί να προκληθεί σύγχυση: Χιονοκότσυφας Turdus torquatus

Κότσυφας Turdus merula Χιονοκότσυφας Turdus torquatus

Ο ΚΟΣΣΥΦΑΣ

Πολλοί πιστεύουν πως στους μεγάλους λόγγους είναι τα καλύτερα πουλιά.. Αλλοίμονον, αν έλειπεν από αυτά ο Κόσσυφας. Ο λόγγος θα ήταν ένα πανη­γύρι αρχοντοχωριατών μουγγών. Χρώματα άλλο τί­ποτε. Υπάρχουν μάλιστα μερικά ως λ.χ. η τριγκλιτάρα (δρυκολάπτης), ο τσαλαπετεινός (έποψ) και ο συκοφαγάς που είναι σαν πολύχρωμοι εφημερίδες. Αν όμως πρόκειται να ανοίξουν το στόμα των, να εύχεσθε να μην είσθε εκεί. Ό,τι κωμικόν ημπορούσε να φκιάση εις φωνήν ο Ύψιστος το έδωκεν εις τα λαρύγ­για των.

Εν μέσω αυτών των γελοιογραφιών ζη ο σκέτος Κόσσυφας, αυστηρός, σοβαρός, μαύρος ως έβενος, με το κατακίτρινον ράμφος του, ως να κρατή κεχριμπαρένια πίπα. Η σύντροφος του δεν έχει ούτε τη μαυ­ρίλα των φτερών του, ούτε το χρυσάφι του ράμφους του. Αντιστρόφως από ό,τι έκαμεν, ως επί το πλείστον, για τ’ ανθρώπινα πλάσματα ο Θεός, όσην ευμορφιάν είχε να δώση εις στιλπνότητα, φωνήν και σουλούπι, την εχάρισε μονοπωλιακώς εις τον αρσενικόν Κόσσυφαν.

Ό,τι είναι η μυγδαλιά εις τον φυτικόν κόσμον, είναι αυτός εις τον φτερωτόν. Το λάλημα του θα πρωτοχαιρετίση την Άνοιξιν και τον Έρωτα ένα δυο μήνες ενωρίτερα από τον Κούκον και τ’ Αηδόνι. Πρωτολαλεί, πρωτοζευγαρώνεται, πρωτοφωλιάζει. Το λάλημά του είναι ολόκληρο καφεαμάν. Κανένα πουλί δεν έχει τόσον ανατολικόν μοτίβο. Να τον έχη επηρεάση το αχβαχικόν ελληνικόν τραγούδι;

Όλοι οι νατουραλισταί τον δέχονται ως ανυποφόρως μίμον. Ό,τι τραγούδι ακούση, προσπαθεί να το μάθη, φθάνει δεν φθάνει το λαρύγγι του. Μου συνέβη προπέρυσι να ιδώ ένα Κόσσυφαν συναγωνιζόμενον με ένα υπενωμοτάρχην. «Μια Σμυρνιά στο παραθύρι» ο αστυνομεύων περιπαθής υπενωμοτάρχης. «Μια Σμυρ­νιά στο παραθύρι» και ο Κόσσυφας. «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» εκείνος από το μπαλκόνι της αστυνομίας, «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» και τούτος από το κλουβί του. Ηναγκάσθην να τον απομακρύνω εις τα βάθη του κήπου, εκ φόβου μήπως του ανοίξη η όρεξις να ασχοληθή και με θεατρικάς επιθεωρήσεις.

Πότε αυτό το πουλί, το οποίον δεν παύει το τρα­γούδι, βρίσκει καιρόν να κτίση εκείνο το θαύμα της υπομονής, της τέχνης, της ψιλοδουλειάς, που είναι η φωλιά του; Ποτέ, ποτέ δεν μπορεί να πιστεύση κανείς, ότι ένα ράμφος είναι δυνατόν να λεπτουργήση το καταστρόγγυλο εκείνο πήλινο τάσι, το καλοδεμένο απέξω με πολυτρίχια και ρίζες, το γαρνιρισμένο επά­νω με χαλικάκια, το γαλακτωμένο μέσα από καθαρό χώμα και στρωμένο με φρύγανα, χνούδια, αφρούς σαμαχιών και φτερών.

Τι περίεργον φαινόμενον η τέχνη που έχουν οι φωλιές των περισσοτέρων ωδικών πτηνών! Μερικά αηδόνια υφαίνουν την ιδικήν τους κρεμαστή από ένα κλωνάρι σαν κούνια, η δε ποταμίδα (υπολαΐς) ενώνει ενός κλαδιού δυο κατεβατά φύλλα και τα ράβει κάτω κάτω, κατά τρόπον που θα εζήλευε και χέρι γυμνασμένο στο βελόνι. Φαίνεται ότι συμβαίνει και με τα εκλεκτά πουλιά ό,τι λέγει ο Πλούταρχος διά τους εκλεκτούς ανθρώπους «ουδέν είδος παιδείας ατιμάζουσι». Τραγουδισταί θαυμάσιοι, τεχνίται φίνοι, νυκοκυραίοι τετραγωνικοί, γονείς στοργικότατοι, άκακα, μεγαλόψυχα, πάντοτε καλόκαρδα.

Κάμετε τον κόπον να διαβάσετε αυτήν την αφήγησιν, που κάνει αυτός ο τότε λοχαγός Μανωλίδης εις τον μακαρίτην Μαρουδήν, γράψαντα αρκετά πράγ­ματα για τα πουλιά.
«Ότε διέμενον προ ετών εις Καρπενησίον ένεκα υπηρεσίας, είχον Κόσσυφον εν κλωβίω. Ημέραν τινά παιδίον χωρικού με παρεκάλεσε καθ’ οδόν να αγορά­σω μικρόν τι πτηνόν, το οποίον ακόμη ήτο άνευ πτερών. Ένεκα δε των παρακλήσεων του παιδιού και διότι ελυπήθην το ατυχές αυτό πτηνόν, το ηγόρασα. Άλλ’ επειδή δεν είχον πού να το βάλω, το έθεσα εντός του κλωβίου, εις το οποίον είχον τον Κόσσυφαν. Ενώ δε περιέμενον να ίδω αυτόν ανησυχούντα, ως συνήθως συμβαίνει εις τα πτηνά όταν θέτωσιν εις το κλωβίον αυτών έτερον πτηνόν, παρετήρησα μετ’ εκπλήξεως, ότι ούτος τουναντίον ηυχαριστήθη, επλησίασε το μικρόν, το εθώπευε και δεν ήξευρε τίνι τρόπω να εκδήλωση την χαράν του διά την παρουσίαν αυτού. Επειδή δε επί τη ευκαιρία ταύτη του έθεσα και τροφήν, ήτις, ως γνωστόν, συνίσταται εκ κρέατος, αμέσως έλαβεν εκ τούτων μερικά τεμάχια και έδωκεν εις το μικρόν ορφανόν, το οποίον τα έφα­γε μετ’ ευχαριστήσεως, διότι επείνα. Εξηκολούθησε δε και κατόπιν να το τρέφη μετά στοργής, μέχρις ου το μικρόν πτηνόν ήρχισε να τρώγη μόνον. Αφού δε εμεγάλωσε και επτερώθη, διέκρινα ότι ήτο αηδών, η οποία έζησεν επί πολύν καιρόν μετά του ευεργέτου και θετού πατρός της εν άκρα αγάπη και αρμονία, ήδον δε αμφότερα ως εάν απετέλουν μουσικήν συμφωνίαν».

Αφού τα μικρά του φτερώσουν και τα απογυμνάση στο πέταγμα - λέγουν ότι τα γυμνάζει μια δυο εβδομάδες - αρχίζει νέα βάσανα, τουτέστι μπαίνει στους δεύτε­ρους ερωτάς του, οι οποίοι τελειώνουν Ιούνιον, Ιούλιον. Τότε πλέον γίνεται η πληγή του κήπου και του αμπελιού. Οι ερευνηταί του ακανθώδους ζητήμα­τος, το οποίον λέγεται «ωφέλιμα και επιβλαβή πτηνά» ισχυρίζονται, ότι πρόκειται περί δικαίας αποζημιώσεως. Διότι καθ’ όλον τον χειμώνα παστρεύει την γην από έντομα, τα οποία λόγω της σκληρότητος του ράμφους του μόνον αυτός δύναται να συγυρίση. Αλλ’ οι γεωργοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν πολλά πράγ­ματα από την γεωργικήν εντομολογίαν, δεν βλέπουν κατά τι τους ωφελεί αυτή η συνδρομή, την οποίαν τους δίδει, προστατεύων τα σύκα και τα σταφύλια από τα έντομα για να τα καταπιή ο ίδιος.

Διότι πρέπει να γνωρίζετε, ότι έρχεται χρονιά, που ο περιπαθής αυτός ασκητής μαζί με τον άλλον εκεί­νον σατανάν, ο οποίος λέγεται συκοφαγάς, αφήνει στα αμπέλια και στους κήπους μόνον συκόφλουδες και τσάμπουρα. Αλλά και τότε είναι χαρά Θεού ως θέα­μα. Ενώ εκείνη η αθλία κίσσα και τα άλλα σταφυλοχαρή πουλιά φαίνονται ως να βγήκαν από το πα­τητήρι, αυτός είναι ο ίδιος αξιοπρεπής κύριος, τσελε­πής, μαυρογυαλίζων σαν ατσάλι και με την κεχριμπαρένια πίπα του κατακάθαρη. Όλα κι’ όλα, αλλ’ εννοεί να πάρη το μπάνιο του κάθε μέρα.