Μελωδία

Μελωδία

Η ΚΥΡΙΑΡΙΝΑ

Έχει και ο λόγγος μίαν βασίλισσαν. Ονομάζεται Κυριαρίνα, και είναι περίπου oμοία με την τρυγόναν. Η ιστορία της, η οποία είναι τραγική, όπως όλων των εκπτώτων Μεγαλειοτήτων, λέγει ότι είχε δυο μεγαλυτέρας αδελφάς. Η μία ελέγετο Μήλω και η άλλη Ρόιδω. Ήσαν και αι δύο εύμορφαι, ως μαρτυρούν και τα ονόματά των, αλλ’ η Κυριαρίνα, η οποία ωνομάζετο τότε Χρυσοφεγγαράτη, ήτο ηλιογέννητη, κατά την παράδοσιν. Κάθε πρωί αι αδελφαί της ελούζοντο, εχτενίζοντο, εστολίζοντο και ερωτούσαν τον Ήλιον:

  • Ήλιε μ’ Ήλιε μ’
  • και Κύρη μου
  • Απ’ τη Μήλω και απ’ τη Ρόιδω
  • ποια ’ναι ωμορφότερη;

Ο Ήλιος απαντούσε:

  • Είν’ κι Μήλω
  • είν’ κι η Ρόιδω·
  • σαν τη Χρυσοφεγγαράτη
  • άλλη μια δεν είναι.

Η απάντησις αύτη, την οποίαν ελάμβανον καθημε­ρινώς από τον Ήλιον, επόμενον ήτο να καλλιεργήση την ζήλειαν. Και ένα πρωί η ζήλεια είχε τραγικήν την εκδήλωσιν. Ενώ αι τρεις αδελφαί ευρίσκοντο εις τον λόγγον μαζεύουσαι ξύλα, έσπρωξαν την Χρυ­σοφεγγαράτην εις ένα γκρεμόν, όπου έπρεπε να γίνη κομμάτια. Το άλλο πρωί ηρώτησαν πάλιν τον Ήλιον, αλλ’ εκείνος έδωκε την ιδίαν απάντησιν. Η έκπληξίς των όμως δεν διήρκεσε πολύ. Η φήμη διελάλει, ότι ένα Βασιλόπουλο, όπως εκυνηγούσεν εις τον λόγγον, συνήντησε μίαν πεντάμορμην και την έκαμε γυναίκα του. Αι αδελφαί της έπεσαν να πεθάνουν. Επί τέλους μετεμορφώθησαν εις επαίτιδας, εισήλθον εις τα Ανά­κτορα και εφόνευσαν την αδελφήν των, εις ώραν κατά την οποίαν απουσίαζεν ο Βασιλεύς. Εις τον τάφον της ΧρÅσοφεγγαράτης εφύτρωσε μία κυδωνιά, η οποία έκαμε μόνον ένα κυδώνι. Από το κυδώνι εκείνο, όταν το έσχισεν ο περιβολάρης, επήδησεν η Κυριαρίνα πουλί πλέον, αλλά φέρον όλα τα σημεία της μεγαλειότητος και της ευμορφιάς. Εκάθησεν εις αντικρυνόν δένδρον και ετραγούδησε:

  • Περιβολά, περιβολά,
  • σύρε να ’πης του Βασιληά
  • να λυή να δένη το παιδί
  • να το ποτίζη γάλα.
  • Κι αν δεν του πης, περιβολά,
  • να ξεραθη τ’ αμπέλι
  • και το κλαρί που στέκομαι
  • να ξεραθή να πέση.

Ο περιβολάρης δεν έδωκε προσοχήν και την επομένην είδε το αμπέλι του ξηρόν. Έκτοτε η Κυρια­ρίνα γυρίζει στα αμπέλια κ±ι παρακαλεί τους αμ­πελουργούς να διαβιβάσουν εις τον άνδρα της την παράκλησίν της διά το ορφανό παιδί της. Το λάλημα της είναι τόσον πένθιμον, ώστε «φέρει χειμώνα».

Γενικώς, άμα ακούωμεν Κυριαρίναν, αναμένομεν να χειμάση δυνατά. Εις παλαιοτέραν εποχήν, που η παράδοσις ετυρανούσε τον κόσμον, οι αμπελουργοί ετρόμαζαν την εμφάνιαιν Κυριαρίνας στ’ αμπέλια των. Άμα ήρχιζε να λαλή, επειδή επίστευον ότι απηυθύνετο εις αυτούς, απήντων επανειλημμένως: «Ορίστε το χρυσό πουλί».

Αλλ’ η παράδοσις της Κυριαρίνας εγήρασε πολύ και μόνον τ’ όνομά της, μερικά σειρήτια εις το μέτωπόν της - ίχνη βασιλικού στέμματος - και το πέν­θιμον άσμα της μας υπενθυμίζουν την ένδοξον και τραγικήν ιστορίαν της.

Αλλ’ η ζωή της είναι ακόμη τραγικωτέρα διά τας ταπεινώσεις, τας οποίας υπέστη εις τον λόγγον. Ως και ο Καλογιάννος, ένα πουλί ίσα με καρύδι, εσκέφθη να την ζητήση εις γάμον. Τόσον όμως εθύμωσεν η ατυχήσασα βασίλισσα διά την ύβριν αυτήν, ώστε είναι το μόνον πουλί που καταδιώκει, κατά τους χωρικούς. Εκείνος όμως εξακολουθεί να την αγαπά και άμα εις τον λόγγον ή στα αμπέλια ακούουν οι χωρικοί λαλήματα Κυριαρίνας και Καλογιάννου είναι βέβαιοι, ότι διαμείβεται ο εξής διάλογος:

  • - Πάρε με άνδρα, Κυριαρίνα.
  • - Τι σε θέλω, Καλογιάννε;
  • - Κυριαρίνα τσακνοπόδα
  • τ’ έχω ’γω και δε με θέλεις;
  • το κορμί μου κάνει γάμο
  • και τ’ αστήθι μου τραπέζι,
  • το χρυσό μου το κεφάλι
  • βασιληά ξυπηρετάει.

Η Κυριαρίνα είναι το μάλλον αξιολύπητον φαινόμενον της παρακμής της παραδόσεως. Οι αμπελουρ­γοί, οι οποίοι την έτρεμον άλλοτε, την υποδέχονται σήμερον με αγκίστρια. Άμα ιδίως χιονίζη, τραβά μαρτύρια η ατυχής. Ως πρώην Βασίλισσα, είτε διότι δεν στέκει εις την θέσιν της, είτε διότι δεν είναι συνη­θισμένη, δεν ημπορεί να σκάψη τα χιονοστρώματα και να ψάξη διά τροφήν. Τρέχει λοιπόν όπου δεν είναι χιόνια. Οι χωρικοί, γνωρίζοντες την αδυναμίαν της αυτήν, ρίπτουν εις τους κήπους άχυρα, ούτως ώστε το μέρος εκείνο να φαίνεται αχιόνιστον. Υπό τα άχυρα όμως είναι αγκίστρια με μικρά τεμάχια κρέατος. Μία βασίλισσα δεν ημπορεί να γελασθή με ψωμάκια, όπως τα μποεμικά κοσσύφια. Επίσης, ως Βασίλισσα, η οποία «πολλών ανθρώπων άστεα είδε και νόον έγνω» δεν σύρεται εις παγίδας, όπως ο εραστής της Καλο­γιάννος. Μόλα ταύτα ο θεόκουτος αυτός νέος έχει την αξίωσιν να γίνη σύζυγος μιας Βασιλίσσης.

Μόλις τον χειμώνα ανοίξωμεν τα παράθυρά μας, ορμά εις τα δωμάτια, ως να είναι στενός συγγε­νής μας. Αλλά τι να τον κάμης; Μολονότι έχει την αξίωσιν ότι «το κορμί του κάνει γάμο και τ’ αστήθι του τραπέζι», δεν ημπορεί μολαταύτα να χορτάση ούτε ένα ποντικόν. Είναι όμως παχύς, όπως κάθε ευτυχής άνθρωπος έχων μεγάλην ιδέαν διά τον εαυ­τόν του. Ο Βαλαωρίτης τον ανακατώνει, είν’ αλήθεια, εις τα ποιήματά του και διηγείται, θαρρώ, κάποιαν παράδοσιν περί αυτού. Αλλ’ ο Βαλαωρίτης ήτο ποιητής και θα ήτο παράξενον, αν δεν συμπαθούσεν εις ένα τόσον φαντασιόπληκτον πτηνόν.