Η ΜΠΕΚΑΤΣΑ

Προσοχή, διότι έχετε απέναντι σας μίαν αγγλοπρεπεστάτην κυρίαν του ελληνικού Λόγγου. Πάντα τα κατ’ αυτήν είναι μέθοδος, ρυθμός, τάξις, πρωτόκολλον. Θα βγη από τα χαμόκλαρα, άμα φανή το πρώτο αστέρι κατά τους νατουραλιστάς. Το δρομολόγιόν της είναι τόσον τυπικόν, ώστε παλαιοί πρακτικοί κυνηγοί βεβαιούν, ότι το έκλεψαν μέχρι τελευταίας γραμμής και το παραθέτουν στα βιβλία των ως δελτίον τελετής. Την τάδε ώρα βγαίνει από τα χαμολόγια, την δείνα θα περάση από κει, τώρα είναι στο λόφο, ύστερα θα είναι στο ρέμα. Αν είναι υγρασία ιδέτε τα ανατολικά· αν είναι ξέρα, κατεβήτε στα όχτια, κτυπήστε εκείνη την τούφα κλπ.

Με ένα πουλί τόσον αυστηράς εθυμοτυπίας φυσικόν είναι να νταραβερίζεται κατά προτίμησιν ο κ. Σκουλούδης. Τι συνθετοποίησις, αλήθεια, ενός ανθρώπου είναι η κυνηγετική του ειδικότης! Ο κ. Ξ. λόγου χάριν, τολμηρός σιτέμπορος του Πειραιώς, είναι σπεσιαλίστ περιστεροκυνηγός. Άνθρωπος ζων μέσα εις τον ίλιγγον ενός κυματώδους εμπορίου, πως είναι δυνατόν να μην έχη ιδιαιτέραν αδυναμίαν για το πουλί, που το φτερό του είναι μια τρικυμία και το κυνήγι του ένα άθροισμα διανοητικής και ψυχικής σβελτωσύνης, τόλμης και ορμής, ό,τι τέλος πάντων πρέπει να έχουν οι άνθρωποι που ο Λυσίας, εις τον αναβαλλόμενον που τους έψαλε (κατά Σιτοπωλών), είπε γι’ αυτούς το «ενίοτ’ ειρήνης ούσης υπό τούτων πολιορκούμεθα;»

Αφού λοιπόν το πουλί αυτό έχει τόσην τάξιν στη ζωή του, αφού το πρόγγραμμά του κατώρθωσαν να το κλέψουν οι κυνηγοί, αφού επί πλέον έχει το νοστι­μότερο κρέας από όσα τρέφει ο Λόγγος, πώς ζη ακόμα, πώς, μολονότι αυξάνονται και πληθύνονται οι ερασταί του, αυτό μόλα ταύτα έρχεται κάθε χρόνον αφθονώτερο με τα πρώτα δροσόπαγα του Οκτωβρίου;

Βεβαιωμένον λοιπόν πράγμα κατά τους νατουραλιστάς, ότι ο Θεός δεν έπλασε κανένα πλάσμα του με τόσην στοργικήν πρόνοιαν. Πρώτα πρώτα είναι διφυής ύπαρξις. Χωριστή ζωή η μύτη της, χωριστή η μπεκάτσα. Η μύτη της αναμοχλεύει την Γην για σκουλήκια και τα μάτια της, ξένα απ’ αυτήν την ενασχόλησιν, είναι σαν δραγάταις απάνω στην φυλάχτρα τους, ανιχνεύοντα σκιάς, θορύβους, ανέμους, φύλλα, κάθε ανάσα του λόγγου. Αν αντιληφθή τον κίνδυνον μακρινόν, σπεύδει να πετάξη, κατ’ αρχάς τρικλίζουσα στον αέρα, σαν να είναι στουπί στο μεθύσι, και κατόπιν ευθυγραμμίζουσα το πέταγμά της σαν βέλος. Οι πολύπειροι κυνηγοί συνιστούν αναμονήν μέχρις ότου «στρώση», τουτέστι μέχρις ότου πάρη το γραμμικόν πέταγμα.

Άμα όμως ο κίνδυνος είναι πολύ κοντά της, ώστε να μην έχη καιρό να πετάξη, τότε στρώνεται απάνω στο χώμα και γίνεται ένα μ’ εκείνο. Αν τυχόν ο χρωματισμός της είναι ολίγον αταίριαστος, το πιθανώτερον είναι να την πάρετε για ένα λιθάρι, ή για μια τούφα ξηρών φύλλων ή για μια ριζαμιά, παρά να νομίσετε ότι εκείνο που βλέπετε είναι ζωντανό πράγμα. Κανείς δεν της ηρνήθη σοφίαν διά τον τρόπον με τον οποίον εκλέγει τα βοσκοτόπια της. Δεν πρέπει μόνον να έχουν σκουλήκια και έντομα, αλλά να μην κάνουν και καμμίαν παραφωνίαν με την τουαλέτταν της.

Ένα μόνον λησμονεί κάποτε:
ότι η γη σφίγγει τη νύχτα από το γυαλοπάγι και το πρωί την βρίσκουν οι χωρικοί σαν σπαθί φρυμένην, με την μύτην της στο χώμα.

Τι της είχεν όμως γράψει η Μοίρα της! Να την ντύση ο θεός με τόσην πρόνοιαν, να της χαρίση τόσην νοημοσύνην, ώστε να χρησιμοποιή τα εις χρώματα, εις μύτη και εις μάτια δώρα της, και να της βγη από μεριά εχθρός ο Έδισσων. Αυτό το πουλί στερείται του τηλεγραφικού αισθητηρίου, όπως θα έλεγεν ο κ. Πρωθυπουργός. Αν είναι εμπρός του τηλεγραφικόν σύρμα, θα πέση απάνω του και θα σκοτωθή. Πριν ανακαλυφθή ο τηλέγραφος, εχθρούς μεγάλους είχε μόνον τους φάρους. Οι νατουραλισταί, απελπισθέντες ν’ ανακαλύψουν από πού έρχεται και πού πηγαίνει, εζήτησαν με μελετάς επί των φάρων ν’ ανακαλύψουν την προέλευσίν του και την διεύθυνσίν του. Αλλ’ επί τέλους αφού εχύθη μελάνη, όση διά την εξέλιξιν ενός πλανήτου, κατέληξαν εις την βεβαίωσιν, ότι έρχεται από παντού και πηγαίνει παντού.

Ο ελληνικός λαός πιστεύει, ότι στα σπλάγχνα του κρύβεται μαργαριτάρι. Οι κυνηγοί λέγουν, ότι είναι τα ίδια τα σπλάγχνα του μαργαριταρένια και συνιστούν να μην αφαιρούνται, κατά το μαγείρευμα, δίχως μάλιστα καθόλου να καθαρίζωνται, διότι η Μπεκάτσα άμα σηκωθή να πετάξη είναι στα ενδότερα της η ίδια όπως όταν πρωτοκάθησε να βοσκήση.

Τέλος ο σύζυγος της Μπεκάτσας, κατά τον κ. Μαυρουδήν, συλλέξαντα αρκετάς παραδόσεις περί μερικών πουλιών, είναι τρομερά ζηλότυπος, και μάλιστα όταν η σύζυγος του κλώθη τ’ αυγά της αυτός κάθεται πλαγιασμένος δίπλα στη φωλιά.

Απ' τον κυνηγετικό τύπο